«Ἕλληνες! Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ μᾶς πάρουν τὰ δαχτυλίδια ἀπὸ τὰ δάχτυλα!», ἀνεφώνησε ὁ μέγας φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων ὁ Γεμιστός, ὅταν ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα καὶ συνέστησε γιὰ τοὺς σκοτεινοὺς – πικροὺς αἰῶνες ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν ὑπομονὴ καὶ μνήμη. Αὐτὰ τὰ δύο, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ μνήμη ἔθρεψε καλά, πολὺ καλά, καλύτερα ἴσως ἀπὸ τὸ σύγχρονο σχολεῖο, τὸ κρυφὸ σχολειό, ποὺ κάτω ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ, μέσα ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, δίδασκε ψιθυριστὰ στὰ Ἑλληνόπουλα, μὲ μαυροπίνακα τὸ χῶμα καὶ κιμωλία ἕνα κλαδί, τὴ μεγάλη ἰδέα τῆς ἐπανακτήσεως τῶν ἀπολεσθέντων ἱερῶν καὶ ὁσίων, τὸ ἀειθαλὲς μεγαλεῖο, τὴν ἐξέχουσα καταγωγὴ καὶ τὸν αἰώνια φωταυγὴ προορισμὸ τοῦ γένους.
Καὶ τὸ κρυφὸ σχολειὸ ποὺ γεννοῦσε ἥρωες, μάρτυρες καὶ εὐεργέτες, καὶ ὁ Θούριος του Ρήγα ποὺ ἀντηχοῦσε ἤδη βροντώδης, τὰ ἀκονισμένα ξίφη ποὺ ἄστραπταν καὶ ἡ κλαγγὴ τῶν ὅπλων ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ Προύθου, συνενωμένοι μὲ τὸ πολεμιστήριο σάλπισμα τῆς Λαύρας, ἀποτελοῦσαν βοὴ βαρύγδουπη καὶ διαλαλοῦσαν ἀνὰ τὸν κόσμο ὅτι ἔληγε τὸ δούλειον ἧμαρ τῆς Ἑλλάδος.
Ναί! Ἡ πατρίδα, τὴν παραμονὴ τῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, διὰ τοῦ παναξίου ἐκπροσώπου της Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ὕψωνε στὴν Ἁγία Λαύρα λάβαρο Τιμίου Σταυροῦ καὶ ἐκήρυττε μὲ τὸ βαθύτατα μεγαλειῶδες «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ», τὴ θρυλική, αἱματοβαμμένη, εὐγενέστατη ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Τὴν μοναδικὴ ὡς τώρα Ἐπανάσταση ποὺ ἐγέρθη ἀπολύτως γιὰ Ἐλευθερία Πίστεως καὶ Πατρίδος καὶ Σωτηρία ψυχῆς, πέρα γιὰ πέρα ξέμακρη ἀπὸ κάθε οἰκονομικό, συντεχνιακό, παραταξιακὸ ἢ ταξικὸ καὶ πάσης φύσεως ἄλλο εὐτελὲς κίνητρο.
Οἱ ἡρωισμοί, οἱ θυσίες, τὰ ὁλοκαυτώματα, οἱ θάνατοι, οἱ ἀγχόνες, τὰ ματωμένα ράσα, ἡ ἐρήμωση, οἱ καταστροφὲς τῆς εὐλογημένης γῆς ποὺ τὴν εἶχαν πατήσει καὶ καθαγιάσει τὰ βήματα Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων τῆς Ὀρθοδοξίας, μαρτυροῦν γιὰ τὸ μέγα θαῦμα. Ἡ κραυγὴ τοῦ Σολωμοῦ «Χαῖρε, ὦ χαῖρε Λευτεριὰ» διαπερνᾶ τὸν ὁρίζοντα καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ραγιάδων ἀναπτερώνεται. Τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων ζώνεται τ’ ἅρματα καὶ δημιουργεῖ ἔπη ἀνεπανάληπτα στὴν Τριπολιτσά, στὰ Δερβενάκια, στὸ Μανιάκι, στὴν Ἀλαμάνα, στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς, στὸ Μεσολόγγι.
Τὸ Μεσολόγγι! Πεῖτε μου, ἀλήθεια, ποιὸς μπορεῖ, ποιὸς τολμᾶ νὰ παραμείνει ἀδάκρυτος ἐνώπιον τοῦ περίλαμπρου καὶ ἀστραφτεροῦ Μεσολογγιοῦ –τῆς φωτεινῆς αὐτῆς κρηπίδας τῆς Λευτεριᾶς– τοῦ ὁποίου οἱ δραματικὲς στιγμὲς ἀποπνέουν ἄρωμα γνησίου ἡρωισμοῦ τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» μὲ τὸ ἀδάμαστο ἠθικὸ σθένος καὶ οἱ ὁποῖοι, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, διατρανώνουν πρὸς πάσα κατεύθυνση τὴ σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη ἀπόφασή τους νὰ ὑπερασπισθοῦν καὶ τὴν τελευταία σπιθαμὴ τῆς γῆς των καὶ νὰ συνταφιασθοῦν κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς πόλεως, χωρὶς νὰ δεχθοῦν οἱανδήποτε πρόταση συνθηκολόγησης. Τέτοιο φρόνημα ἀπαράμιλλης μεγαλοψυχίας ἐμψύχωνε τοὺς ἀθανάτους προμάχους τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ κατέπεσε πυρίκαυστο. Καὶ ὅ,τι σώθηκε ἀπὸ τὶς βόμβες τοῦ Κιουταχῆ καὶ τοῦ Ἰμπραὴμ τὸ ἀποτελείωσε ὁ δαυλὸς τοῦ Καψάλη.
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21 ἀπαιτεῖ νὰ μνημονεύουμε αἰωνίως, ἐν τιμῇ καὶ εὐγνωμοσύνῃ, γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους ἥρωες, ὅπως τὸν ἐθνεγέρτη Ρήγα Φεραῖο ἡ Βελεστινλῆ, τὸν Λάμπρο Κατσώνη, τὸν φλογερὸ καλόγερο Γρηγόριο Δικαῖο ἢ Παπαφλέσσα, τοὺς Φιλικοὺς Σκουφᾶ, Ξάνθο καὶ Τσακάλωφ, τὸν ἁγνό, ἄτυχο καὶ ἡρωϊκὸ πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, τοὺς κραταιοὺς λεβέντες καὶ συμπατριῶτες μας Γεώργιο τὸν Ὀλύμπιο καὶ Νικοτσάρα (τοῦ ὁποίου –δευτέρου– τα κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο κατορθώματα ὁ ἀείμνηστος καὶ βραβευθεὶς ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν λαογράφος καὶ δημοδιδάσκαλος Ἀθανάσιος Παπανικολάου, πάππος τοῦ γράφοντος, μὲ πολὺ κόπο ἰδιαιτέρως ἀνέδειξε), τὸν Γέρο τοῦ Μωριᾶ, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τὸν εὐφυέστατο Ἀρχιστράτηγο, τὸν ἀθάνατο καὶ ἰδανικὸ Ἀθανάσιο Διάκο, τὴν Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα καὶ τὴν Μαντὼ Μαυρογένους, τὸν Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ἐ΄, τὸν πολυμήχανο Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, τὸν ἔνδοξο Μάρκο Μπότσαρη, τὸν ἀνδρεῖο Γεώργιο Καραϊσκάκη, τὸν ἁγνὸ φιλέλληνα Λόρδο Βύρωνα, τὸν Ὑδραῖο ναύαρχο Ἀνδρέα Μιαούλη, τὸν ἀτρόμητο Κωνσταντῖνο Κανάρη, τὸν Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, τοὺς ἑξαστράπτοντες Σουλιῶτες καὶ Σουλιώτισσες, τὶς ἡρωϊκὲς γυναῖκες τοῦ Ζαλόγγου, τοὺς περιύμνητους Μεσολογγίτες καὶ ὅλους τοὺς ἥρωες τοῦ ’21.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς Ἀθανάτους ταιριάζει τὸ «Ζήτωσαν»!
Τάχα νὰ ζοῦν;
Ἦταν φεγγαρόλουστη νύχτα ὅταν τοὺς εἶδε ὁ νοῦς μου!
Ἦσαν πολλοὶ καὶ ὅμως ἕνας! Τὸ ὄνομά του «Ἐμεῖς»!
Ἔφιππος βγῆκε ἀπὸ τὴ θάλασσα, μὲ σκουροπράσινα στὴ ράχη φύκια.
Ξεπέζεψε ἀπ’ τὸ φωτόλευκο ἄτι, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ φίλησε εὐλαβικὰ τὸ χῶμα. Μὲ κοίταξε μὲ τὰ βαθιὰ καὶ καθαρά του μάτια. Μοὔ ’γνεψε μὲ νόημα καὶ ἔστρεψε στὴν Ἀνατολή, παρασύροντας καὶ τὸ δικό μου ἀδύναμο βλέμμα, ποὺ ὁλοένα δυνάμωνε ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ὑπέρλαμπρο ἀγωνιστή, ποὺ πετοῦσε πιὰ μὲ τὸ φαρὶ του κατὰ τὸ Βόσπορο, γενναῖος, καβάλα στὸν ἄνεμο!..
Ἀδέλφια! Τὴν ὥρα ποὺ φοβερὲς ἀλλοιώσεις συνόρων, καὶ ἀνθρώπων, καὶ Ἐθνῶν, καὶ ἰδεῶν ἐπιτελοῦνται καὶ ἡ κατ’ εὐφημισμὸν «Νέα Ἐποχὴ» ἁπλώνει τὰ πανάρχαια «δίχτυα» της, ἐπιδεικνύοντας χαμογελαστὴ στοὺς τηλεοπτικοὺς σταθμοὺς τὰ φανταχτερὰ «νύχια» της, ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἀντιτάσσει τὸν ὑπέρλαμπρο ἀγωνιστή της καὶ τὸ «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», ἡ δὲ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, Ἀειπάρθενος Κυρία τῶν Ἀγγέλων, Θεοτόκος, διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ φερομένης θεϊκῆς Εὐαγγελίας, συντάσσει μετ’ αὐτῶν, τὸν Υἱόν Της, τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἐλευθερίας, τὸν Σωτῆρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γλυκύτατο Θεόπαιδα Ἰησοῦ, ποὺ «ἐξῆλθεν νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ».
Γι’ αὐτά, λοιπόν, πανηγυρίζουμε. Καὶ αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε. Γιατί αὐτοὶ ποὺ θυσιάσθηκαν γιὰ ἐμᾶς ρωτοῦν μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ τὰ παιδιά μας, τὰ Ἑλληνόπαιδα, ἀπαντοῦν, κατὰ τὸ «Τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος» καὶ τὸ «Τιμὴ ἥρωος, μίμησις ἥρωος».
Κορίτσια, μὲ τί λουλούδια θὰ στεφανώσετε τὶς ἡρωίδες καὶ τοὺς ἥρωες;
Μὲ μίμηση! Μὲ εὐθύνη! Μὲ γέννες! Γέννες πολλές, σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας!
Ἀγόρια! Πῶς θὰ τιμήσετε τοὺς ἥρωες;
Μὲ μίμηση! Μ’ ὁλοκλήρωση! Μὲ Λευτεριὰ ἢ μὲ θάνατο!
Μ' ἀθάνατη Λευτεριά!