Έμαθαν τη θλίψη και αγάπησαν τη θλίψη• αναζήτησαν τον πόνο και είπαν ότι η αλήθεια δεν κατακτάται παρά μέσα από τον πόνο. Και η επιστήμη έκανε κι αυτή την εμφάνισή της. Αφού έγιναν κακοί βάλθηκαν να μιλούν τότε για αδελφότητα και ανθρωπισμό και τότε άρχισαν να καταλαβαίνουν αυτές τις ιδέες. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και συνέταξαν πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν• ύστερα, για να εξασφαλίσουν την τήρησή του, θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά ένα αόριστο συναίσθημα γι’ αυτό που έχασαν και μάλιστα δεν ήθελαν να το πιστέψουν, πως κάποτε ήταν αθώοι και ευτυχισμένοι. Δεν έπαυαν να χλευάζουν τη δυνατότητα της παλιάς ευτυχίας, που την ονόμαζαν όνειρο.Δεν μπορούσαν ούτε καν να την αναπαραστήσουν με τρόπο αισθητό ή με εικόνες, κι ωστόσο, πράγμα παράδοξο και θαυμαστό, ενώ είχαν χάσει την πίστη τους στην παλιά τους ευτυχία, ενώ την ονόμαζαν παραμύθι για παιδιά, τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι και ευτυχισμένοι που προσκύνησαν τους πόθους της καρδιάς τους, έχτισαν ναούς και απηύθυναν προσευχές στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, ξέροντας ότι είναι για πάντα απραγματοποίητη, αλλά χωρίς να πάψουν να τη λατρεύουν με προσευχές και με δάκρυα. Παρ’ όλα αυτά, αν τους ήταν δυνατό να ξαναγυρίσουν σ’ αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της χαμένης ευτυχίας και ξαφνικά τούς το έκαναν αυτό αισθητό ρωτώντας τους αν αληθινά ήθελαν να ξαναγυρίσουν εκεί, αναμφίβολα θα αρνιόντουσαν.
Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου, μτφρ.
Σωτήρης Γουνελάς, σ. 50-51,
Εκδόσεις Αρμός, 1996