***
«…Ο κάμπος πρασίνιζε, τα νερά κελαρούσαν, βαριές λιχουδιές άπιστων χταποδιών του γιαλού αναδίναν οι πόρτες (…) Τόπους – τόπους ο κάμπος στο βάθος άχνιζ’ αλαφρά (…) Δω και κει στα χωράφια τους οι κολλήγοι δουλεύαν. Πρασίνιζαν τα γρασίδια, εβόσκανε τ’ άλογα. Είχα φτάσει στο ρέμα (…)Από δώ και κάτω άρχιζε ο λόγγος. Ενας ελαιώνας απέραντος. Τι δάσος! Τι δάσος! (…) Ελεγα αν είχα δικαίωμα θάκανα αυτό το λόγγο παράδεισο (…). Στο ποταμάκι οι καλαμιώνες φουντώσανε και έχουν ανθίσει οι ροδοδάφνες στις όχτες (…) Πατώντας αλαφρά στη σιωπή των πραγμάτων – ριγηλές μεσ’ στα μαύρα τους – οι νύχτες έρχουνται. Οι ουρανοί χαμηλώνουνε. Κάθουμαι και παρατηρώ τους ορίζοντες, στένω αφτί ούλη νύχτα, αφιγκράζομαι των νερών το κελάρυσμα, σφυγμομετρώ το καρδιοχτύπι της παύσης».