Ζύγωσα το ένα στο άλλο, διότι σχετίζονται με δύο ομόηχα ρήματα: πτύσσω και πτήσσω.
Το πρώτο (πτύσσω) παράγεται από το πτυξ-χός, δηλαδή πτυχή και με την υποκοριστική κατάληξη –ιον βγαίνει το πτυχίον.
Πτύσσω σημαίνει διπλώνω και απ’ αυτό παράγεται το δίπλωμα, που είναι συνώνυμη λέξη με το πτυχίο, δηλαδή διπλωμένο έγγραφο. Πολλοί όμως το κορνιζάρουν, για να το δείχνουν…Αν παρακολουθήσουμε τη λέξη στη λαϊκή διαδρομή της, φτάνουμε από τον αόριστο εξέπτυξα σε ενεστώτα ξεφτώ και ξεφτίζω, που έχει σχέση με κλωστές, υφάσματα, με ξέφτια και ξεφτίδια, που είναι ένα είδος ξεδιπλώματος.
Το πτήσσω σημαίνει ζαρώνω, φοβίζω και φοβούμαι. Με τροπή του η σε ω (ετεροίωση) προκύπτει η λέξη πτωξ που είναι ο λαγός, ένα φοβισμένο ζώο, αλλά και ο πτωχός- φτωχός που δεν είναι μόνο φοβισμένος αλλά και ενδεής, είναι άπορος, μια λέξη την οποία σχολιάσαμε άλλοτε.
Αυτά για σήμερα.
Να είστε όλες και όλοι καλά!
Πάω για το μάθημα!
Πάω για το μάθημα!