"ΗΤΑΝ ΩΡΑΙΑ ΣΑΝ ΓΙΟΡΤΗ", είπε το αγρίμι
Ήταν ωραία, είπες, κάτι σαν γιορτή
που στήνουν τα κοτσύφια στην αυλή μου.
Τιτιβίζουν ασταμάτητα, γεύονται καρπούς
κι ύστερα σφαίρες χάνονται στους φράχτες.
Τα μεσημέρια ησυχάζουν
λες υποτροπίασε η σιωπή
στο δόλο του ανέμου.
Είναι η ευκολία του να προλαβαίνει τα πουλιά
να τα κρυώνει και τότε
μια ζήλεια ακατανόητη τα κυριεύει:
γιατί αυτός και όχι εμείς.
Τι να απαντήσεις στη σοφία της ψυχής
στου αισθήματος τη δεδηλωμένη
πώς να μιλήσεις για ό,τι σε κατέχει;