Παρενέργειες
Στην πρόσφατη ΔΕΘ, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, εξήγγειλε την αλλαγή στο πρόγραμμα της «χρυσής βίζας» μέσω της αύξησης του ορίου από τις 250.000 ευρώ στις 500.000 ευρώ. Στόχος της κίνησης αυτής είναι η αύξηση του αποθέματος των προσιτών οικονομικά ακινήτων, ώστε να έχουν περισσότερες επιλογές αγοράς τα νέα ζευγάρια και νοικοκυριά. Ωστόσο, σύμφωνα με όσους δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων, η αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης, ανάλογα και με το πώς και πού θα ισχύσει, εγκυμονεί κινδύνους για τη δημιουργία στρεβλώσεων στην αγορά και ιδίως στις τιμές πώλησης.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με πληροφορίες, πρόθεση του Υπ. Ανάπτυξης είναι το όριο των 500.000 ευρώ να ισχύσει απαρέγκλιτα στο κέντρο της Αθήνας και στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται, πιθανότατα επειδή δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, τι θα ισχύσει με τις υπόλοιπες περιοχές του λεκανοπεδίου της Αττικής και της χώρας συνολικά. «Μια αύξηση του ορίου μόνο για το κέντρο της Αθήνας, το μόνο που θα πετύχει είναι να οδηγήσει τους επενδυτές σε άλλες περιοχές της Αττικής, δημιουργώντας ανοδικές πιέσεις σε εκείνες τις συνοικίες, που θα είναι οι πιο δημοφιλείς. Επομένως, όχι μόνο θα αυξηθούν οι τιμές εκεί, αλλά ασφαλώς και τα ενοίκια, πετυχαίνοντας τελικά το αντίστροφο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Πάνος Ροζάκης, επικεφαλής της Synergy Residence. Ενα άλλο ζήτημα αφορά το γεγονός ότι είναι ελάχιστα τα ακίνητα που πωλούνται στο κέντρο της Αθήνας και κοστίζουν τουλάχιστον 500.000 ευρώ.
Εν τω μεταξύ, ήδη, η ανακοίνωση της επικείμενης αλλαγής έχει δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις στην αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με φορείς του κλάδου, ακίνητα τα οποία πωλούνταν μέχρι πρότινος αντί 170.000-180.000 ευρώ, έχουν ξαφνικά ανατιμηθεί σε 250.000 ευρώ, ώστε να απευθυνθούν στους ξένους επενδυτές, εκείνους που επιθυμούν να προλάβουν την αλλαγή του νόμου για τη «Χρυσή Βίζα». Πρόκειται για ένα φαινόμενο που αναμένεται να ενταθεί τους επόμενους μήνες, προκαλώντας μια τεχνητή αύξηση των τιμών, που είναι δύσκολο να ελεγχθεί και να συγκρατηθεί. Αλλωστε, ο καθένας αποτιμά το ακίνητό του με βάση τη ζήτηση και το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Μεγάλο ζήτημα προκύπτει και σε ό,τι αφορά τον χρόνο εφαρμογής των αλλαγών. Παρότι έχει μεσολαβήσει πλέον ένας μήνας από την αρχική εξαγγελία, δεν έχει υπάρξει ακόμη επίσημη ενημέρωση για το πότε ακριβώς και με ποιο τρόπο θα ισχύσει η μετάβαση στο νέο καθεστώς. Πληροφορίες αναφέρουν ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι ο νέος νόμος να ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου του 2023. Παράλληλα, σημειώνεται ότι εφόσον έχουν δοθεί έστω και προκαταβολές αγοράς ακινήτων, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2022 οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να κατοχυρώνουν την έκδοση άδειας παραμονής με το σημερινό καθεστώς των 250.000 ευρώ.
Αβεβαιότητα
Ακόμη κι αυτά τα στοιχεία όμως είναι ανεπιβεβαίωτα και εγείρουν περισσότερες απορίες, π.χ. αναφορικά με το αν θα απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη προκαταβολής, ή αν θα αρκεί ένα απλό ιδιωτικό συμφωνητικό. «Αν ισχύσει όντως ότι η αλλαγή θα γίνει από το νέο έτος, αυτό θα σημαίνει ότι θα μεσολαβήσουν λιγότεροι από τρεις μήνες, χρόνος που σίγουρα είναι ανεπαρκής για να μπορέσει η αγορά να προσαρμοστεί. Αλλωστε, δυστυχώς, οι αγοραπωλησίες συχνά απαιτούν περισσότερο χρόνο. Μόνο για την έκδοση ενός ΑΦΜ σε ξένο επενδυτή χρειάζονται περίπου τρεις εβδομάδες», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Αλέξανδρος Ρίσβας, επικεφαλής του ομώνυμου γραφείου επενδυτικής μετανάστευσης.
Το μοντέλο της Πορτογαλίας
Σύμφωνα με τους ανθρώπους που έχουν υψηλή εξειδίκευση με προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης, μια κίνηση που θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, θα ήταν να προκριθεί μια λύση που θα πλησίαζε προς το πολύ επιτυχημένο μοντέλο της Πορτογαλίας. Βάσει αυτού, αν ο επενδυτής αγοράσει ακίνητο ηλικίας π.χ. άνω των 30 ετών, που να χρήζει ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης, τότε το όριο για τη λήψη άδειας παραμονής θα μειώνεται π.χ. σε 300.000 ευρώ. Εναλλακτικά, θα μπορούν να τεθούν χαμηλότερα όρια και σε ακίνητα που βρίσκονται σε υποβαθμισμένες περιοχές, ή σε περιοχές με υψηλή ανεργία, ή ακόμη που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες. Υπενθυμίζεται ότι στην Πορτογαλία, το σχετικό πρόγραμμα ξεκίνησε από 500.000 ευρώ, αλλά πλέον η «αφετηρία» εντοπίζεται σε 280.000 ευρώ, εφόσον πρόκειται να αποκτηθεί ακίνητο ηλικίας μεγαλύτερης των 25 ετών, που να συνδυάζεται και με εργασίες ανακαίνισης, ή ακίνητο που βρίσκεται σε περιοχή της χώρας με χαμηλό ΑΕΠ ή μικρό αριθμό κατοίκων. Με τον τρόπο αυτόν, αυξάνεται η ανταποδοτικότητα του προγράμματος στην τοπική κοινωνία.