Τρεις ώρες φτάνουν για να γράψεις ένα ωραίο ποίημα
Όμως τριάντα χρόνια δεν αρκούν να γράψεις ένα ποίημα
Όσο αν ζητάς κι αν θυσιάζεις. Η άνοιξη
Κατάλαβα πως είναι υπόθεση ρουτίνας για τη φύση
Που εχθρεύεται το πνεύμα και αμαυρώνει το άφθαρτο.
Σκέψου καλά: Κάθε μορφή αθανασίας αντίκειται
Στην έννοια του όντος. Κάθε αντίθεση
Θα συντριβεί κάτω απ’ τη φτέρνα του καιρού
Καθώς πατάει με δρασκελιές και πέλματα γρανίτη. Ανοίγοντας
Μια υπόνοια παρόντος
Καίγοντας
Τα φρύγανα των πράξεων σε ουρανομήκεις φλόγες ήλιου.
Όπου παρόν
Σημαίνει απλώς το παρελθόν του μέλλοντος
Ή, πιο σωστά, το μέλλον ενός άλλου παρελθόντος
Αφού, όσο ξέρω, δεν υπάρχει ακόμα η συνταγή
Να φτιαχτεί μια στιγμή διαρκείας. Τι άπληστοι
Σταθήκαμε στ’ αλήθεια τι άσωτοι
Μες στη φιλαργυρία μας. Ποιος θα πιστέψει άραγε
Πως σπαταλήσαμε τη λίγη αιωνιότητα που μας αναλογεί
Χαμένοι σε μιαν έρημο από λέξεις. Σπέρνοντας
Και περιμένοντας το νέο φρούτο να φυτρώσει απ’ το κουκούτσι,
αφήνοντας
Το γινωμένο φρούτο να σαπίσει.
Αλήθεια, τι άπραγοι
Τι ανεπίδεκτοι αθανασίας οι θνητοί.
Η ΑΡΑΧΝΗ
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο.
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ
Μήνες και χρόνια
Χρόνια πια συνήθισα
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι
Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο
Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα
Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε
Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος,
Αφού όσο μέλλον σου απομένει
Όχι αργότερα
Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα
Παρελθόν.
Έτσι συνήθισα
Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο
Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου
Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια
Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε
Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του
Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο
Μούμια μωρού να ολολύζει
Απ’ τις φασκιές.
Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα
Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες
Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι
Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες
Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο
Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο
Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι
Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα
Παρόν.
ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές
ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα’ χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη
μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη
να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τί; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος –
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ