Σαράντα οχτώ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και την αρχή της μεταπολίτευσης με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία. Η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου καταρρέει στις 23 Ιουλίου 1974 και οι στρατιωτικοί παραδίδουν την εξουσία στους πολιτικούς. Ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974. Το αεροσκάφος του Γάλλου Προέδρου, Βαλερί Ζισκάρ ντʼ Εστέν, που μεταφέρει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή από το Παρίσι στην Αθήνα, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.Τις πρωινές ώρες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται Πρωθυπουργός της χώρας, επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Από την ημέρα αυτή αρχίζει η εποχή της «Μεταπολίτευσης», η λαμπρότερη, ίσως, περίοδος της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Η γενική επιστράτευση που κηρύχτηκε την 21η Ιουλίου, μία ημέρα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν χαώδης και ανοργάνωτη και κατέδειξε την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός, έπειτα από επτά χρόνια δικτατορίας. Η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, που ήταν υποχείριο του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη ήταν ανίκανη να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Έτσι, η προσφυγή στους πολιτικούς ήταν μονόδρομος για τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας.Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος και οι αρχηγοί του Στρατού, αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε σύσκεψη με τον ΠτΔ, στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη διατύπωσαν την άποψη ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς. Στη συνέχεια, ο Γκιζίκης κάλεσε τον Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε την απόφαση της ηγεσίας του στρατεύματος, χωρίς αυτός να αντιδράσει.
Λίγο αργότερα, στις 14:00 το μεσημέρι κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς επίσης και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης- Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ξενοφών Ζολώτας και Πέτρος Γαρουφαλλιάς. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου είχε ήδη καταρρεύσει.
Στη σύσκεψη αποφασίστηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έλαβε προθεσμία έως τις 8 το βράδυ να ανακοινώσει τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου. Εν τω μεταξύ, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που προέκρινε τη λύση Καραμανλή, ήλθε σε επαφή με τον πρώην Πρωθυπουργό, που ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1963, και του ζήτησε να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό στην Ελλάδα. Στις 6:30 το απόγευμα, ο Αβέρωφ, με υπόδειξη του Γκιζίκη, τηλεφώνησε στον Κανελλόπουλο και του ανακοίνωσε την άρση της εντολής που του είχε ανατεθεί.
Στις 8 το βράδυ επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ντ’ Εστέν διέθεσε πάραυτα το προσωπικό του αεροπλάνο για την άμεση επιστροφή του Καραμανλή, ο οποίος αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου κι έγινε δεκτός από ένα τεράστιο πλήθος πολιτών, που τον χαιρετούσε κυριολεκτικά ως ελευθερωτή.
Είχαν περάσει σχεδόν 11 χρόνια απουσίας από την ενεργό πολιτική και επανερχόταν τώρα στην Ελλάδα χωρίς δεύτερη σκέψη, για να αντιμετωπίσει μία δραματική ιστορική πρόκληση, η ανταπόκριση στην οποία έμελλε να καθορίσει το μέλλον της δημοκρατίας και την υπόσταση του έθνους.
Η σύντομη ομιλία που απηύθυνε προς το συγκεντρωμένο πλήθος, όταν έφθασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, ενέχει διαχρονική αξία σχετικά με τις προοπτικές που διανοίγονται για μία χώρα μετά την έλευση σοβαρών δοκιμασιών:
«Είμαι ευτυχισμένος που επιστρέφω στην πατρίδα. Ήλθα για να συμβάλω με όσας δυνάμεις διαθέτω στην αποκατάστασιν της ομαλότητος και της Δημοκρατίας.
Οι Έλληνες είναι λαός προικισμένος με πολλάς αρετάς. Θέλω ενότητα, σωφροσύνη και υπομονή. Είμαι αισιόδοξος διά το μέλλον. Με πίστιν, αφοσίωσιν και αισιοδοξίαν θα προχωρήσωμεν εμπρός. Υπάρχουν εις την ζωήν των εθνών κρίσεις αι οποίαι δύνανται να μεταβληθούν εις αφετηρίαν αναγεννήσεως.
Είμαι βέβαιος ότι όλαι αι εθνικαί δυνάμεις του τόπου θα καταστήσουν το όραμα της αναγεννήσεως της Ελλάδος πραγματικότητα. Και σας παρέχω την διαβεβαίωσιν ότι θα πράξω ό,τι εξαρτάται από εμέ ώστε να αντιμετωπισθή επιτυχώς η παρούσα κρίσις και να ίδη η Ελλάς ημέρας καλυτέρας».
Στις 4 το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του κέντρου. Ο Καραμανλής δίσταζε να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» πολιτικούς της Αριστεράς, για να μην προκαλέσει τους σκληροπυρηνικούς χουντικούς, που κατείχαν ακόμα καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό.
Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης.
Αμέσως μετά ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος: κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, απόλυση όλων των κρατουμένων, αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων και απόδοση της ιθαγένειας στους πολίτες από τους οποίους την είχε στερήσει η δικτατορία του 1967.
Στις άμεσες επιδιώξεις της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας συμπεριλαμβάνονταν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και η διαμόρφωση κλίματος εθνικής ενότητας, η αποδιοργάνωση του πλέγματος εξουσίας της δικτατορίας και η αποκατάσταση του πολιτικού ελέγχου στο στράτευμα, η προετοιμασία για τη διενέργεια εκλογών και η αντιμετώπιση της κρίσης στην Κύπρο.
Πηγή: sansimera/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Ίδρυμα Καραμανλή