“Αυτό που σκοτώνει τον άνθρωπο είναι τα μικρά πράγματα, δεν είναι ούτε ο πόλεμος ούτε η πανούκλα, αλλά είναι η λάμπα που καίγεται, η έλλειψη χαρτιού υγείας όταν σε πιάνει κόψιμο, οι απλήρωτοι λογαριασμοί που συσσωρεύονται, ένα κορδόνι που κόβεται”
Καταχραστήκαμε αυτές τις δύο αντιθετικές συναισθηματικές έννοιες, αγάπης και μίσους, (στο συνδυασμό τους αλληλοεξουδετερώνονται) προκειμένου να παραπέμψουμε στα ανάμεικτα συναισθήματα που μας δημιουργεί πολύ συχνά η ανάγνωση των έργων του ομώνυμου Αμερικάνου ποιητή και συγγραφέα, Charles Bukowski.
Ο Σαρτρ και ο Ζενέ τον χαρακτήρισαν ως “τον πιο μεγάλο Αμερικάνο υπαρξιστή ποιητή που έζησε ποτέ”.
Ο “Μπουκ”, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, ή ο “Τσινάσκι”, όπως ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του στα μυθιστορήματά του, άφησε πίσω του μια τεράστια συγγραφική κληρονομιά (6 μυθιστορήματα, 45 ποιητικές συλλογές, διηγήματα και ένα σενάριο), φιλοτεχνώντας την αυτοπροσωπογραφία του πιο “χαρούμενου απελπισμένου” που γνώρισε η αμερικάνικη ποίηση τον 20ο αιώνα.
Τα έργα του διαβάζονται σαν ένας συρφετός απο βωμολοχίες, φτυσίματα, τρελά γέλια, σαπίλα και κόπρανα. Η κάθε του λέξη είναι “μολυσμένη” με τον τρόμο του american dream, που θυμίζει αντιαμερικάνικο σαρλοτικό γκροτέσκο του Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ το σχήμα “έρωτας- θάνατος” κατατρέχει με μια ασίγαστη αγωνία τα περισσότερα έργα του.
Ο Bukowski “αρθρώνει το φόβο και την αγωνία ενός περιθωρίου, που δεν είναι πια μειοψηφία, αλλά περιλαμβάνει εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, που στέκονται στη νεκρή ζώνη, ανάμεσα στη βίαιη απανθρωπιά και την ανήμπορη απελπισία”, γράφει γι’ αυτόν ο Χένρυ Μίλλερ.
Ο κόσμος του Charles Bukowski, ο κόσμος τον οποίο περιέγραψε στα έργα του, είναι γεμάτος με αντικείμενα (άδεια κρεβάτια, άδεια μπουκάλια απο μπύρα και κρασί, σπασμένα τζάμια) και ανθρώπους, όλα έτοιμα να αποσυντεθούν, είναι ένας κόσμος εφήμερος και φευγαλέος, που μας αποδεικνύει συνέχεια και συνέχεια, ότι το έργο του Μπουκόφσκι, και ο άνθρωπος που ονομάζεται Μπουκόφσκι, είναι ουσιαστικά δύο πράγματα συνώνυμα, δύο καταστάσεις που συγχέονται και γίνονται μια.
Η θέση του μέσα στην οικογένεια της αμερικάνικης ποίησης θα εξετάζεται (δυστυχώς ή ευτυχώς) για πολλά ακόμη χρόνια απο μια αυστηρή κριτική ματιά που ασχολείται μονομερώς με το “αισχρό”, “σκατολογικό” υλικό των ανησυχιών που εκφράστηκαν στα ποιήματά του (βλέπε: “Δοχείο νυκτός. Βρώμικος κόσμος. Έχω λεκέδες στο βρακί μου”).
Η βιολογική τραγωδία του θανάτου δεν είναι κάτι που απωθεί τον “αχρείο” Bukowski. Αντιθέτως, ο θάνατος τον εκφράζει χωρίς περιστροφές, με εξαιρετικά ωμούς όρους. Ο θάνατος “ωθεί” την ποίησή του να φτάσει στα άκρα, αλλά και τον ίδιο στο αναπόφευκτο “τέλμα” και, μέχρι τότε, ο Bukowski θα αναγκάζεται να γεμίζει τις ώρες του ασχολούμενος με τις γυναίκες, το αλκοόλ και τις ιπποδρομίες.
Οι κριτικοί, πολύ συχνά, μιλούσαν αρνητικά για αυτές του τις εμμονές και την επαναληπτική σεξουαλικότητα στα έργα του, όπου το σεξ εμφανίζεται ως μοτίβο αναζήτησης της χαμένης αγάπης.
Το βιβλίο του “Γυναίκες“, αλλά και πολλά ποιήματα του, έχουν επικριθεί πολύ σκληρά για το σεξιστικό τους ύφος, (“Αν είχα γεννηθεί γυναίκα, σίγουρα θα ήμουν πόρνη. Αλλά αφού γεννήθηκα άντρας, λαχταρώ τις γυναίκες συνεχώς.”, “[…] Σ’ αυτόν τον τόπο κάμποσοι γαμούμε πιο πολύ παρά πεθαίνουμε μα οι περισσότεροι πεθαίνουμε πιο καλά απ’ ότι γαμούμε.[..]”)
Toν αγαπάμε ίσως, παρ’ όλη τη σεξουαλική του μανία, και παρότι δε μας άφησε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας και ανεμελιάς. Και τον αγαπάμε, γιατί η ποίησή του εξέφρασε, με απίστευτα πρωτότυπο και οριακά “πρωτόγονο” τρόπο, την οργή του ανθρώπου για την υποκρισία και αδικία του κόσμου.
Μπορεί, λοιπόν, ο Charles Bukowski να είναι εμμονικός με το σεξ, το τσιγάρο, τις μπύρες και ό,τι άλλο, αλλά και ο κόσμος που ο ποιητής περιγράφει είναι, κατά τη γνώμη του, ένας κόσμος εξίσου μανιακός με την κοινωνική, οικονομική και σεξουαλική επιτυχία, που λέγεται “αμερικάνικο όνειρο”.
Και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι παρά το σεξισμό, τις βρισιές και την ωμότητά του, είναι απ’ τους ελάχιστους ποιητές που περιέγραψαν με τόσο σπαρακτικό τρόπο τη ζωή των αποκλεισμένων και των περιθωριακών στη μεταβιομηχανική Αμερική.
Όπως απέδειξε ο “χαρούμενος απελπισμένος” ποιητής, αυτή η αθεράπευτα κυνική φιγούρα, που δε μας επέτρεψε και πολύ να ονειροβατούμε, να ελπίζουμε και να γεμίζουμε τη ζωή μας με ψευδαισθήσεις ευτυχίας: το γράψιμο είναι ένα αναγκαίο κακό. Είναι μια απαραίτητη διέξοδος στην καθημερινή επιβίωση, ένα αντίδοτο στην αυτοκτονία, μια θαρραλέα μάχη με τον εαυτό μας και τον κόσμο.
Η αγωνία του συγγραφέα για την “απώλεια” του Άλλου, η απαράμιλλη μοναξιά του και η συνεχής κατάσταση μέθης, είναι αυτά που μετέτρεψαν το Bukowski από ευαίσθητη ψυχή (“ψυχούλα” ήταν ο τύπος) σε παθολογικό γυναικά.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο παρακάτω ποίημά του:
“Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση”
“Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου.
Είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου.
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς,
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι.
Μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι.
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια,
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα,
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα.
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.”
Μπορεί ο ίδιος να μύησε τον εαυτό του, όσο κανείς άλλος, στο αδιέξοδο των σχέσεων και τη “φθορά” που σκεπάζει αργά ή γρήγορα όλα τα θνησιγενή “πράγματα” του κόσμου. Όμως ο ίδιος πίστευε ότι έστω μια στιγμή ευτυχίας αξίζει όσο χίλιοι θάνατοι.
Δεν ξέρω πως αλλιώς να δικαιολογήσω τον τίτλο του άρθρου…
Ίσως ισχύει αυτό που λένε ότι, όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει και μίσος.
Πηγή: neolaia.gr