Στην Ντελφίν Χασλέ
Γέρνει επάνω μας η νύχτα
Πάνω από τον ώμο σου
Μας δίνει το χέρι.
Οι λέξεις που προφέρεις
Σκαλώνουν στα μαλλιά σου.
Να μαζέψω θα ήθελα κάποιες
Πριν σκορπίσουν
Για πάντα
Μα να τις κρύψω στην παλάμη δεν θα τολμούσα
Προσβολή θα ήταν για σένα
Δεν θα το επέτρεπε ο χρόνος.
Η νύχτα καταπίνει τις σκέψεις αργά
Στο ρυθμό των βημάτων.
Τη συνάντηση αυτή λαχταρώ να αποτυπώσω
Στης καρδιάς μου τους χτύπους.
Πάνω μας έγερνε η νύχτα.
Χάρη σε σένα
Λησμονούσα το πρησμένο πρόσωπο
Του κόσμου
*
Μην έρθεις να με βρεις στου θανάτου τις όχθες
Μόλις φτάσω σου υπόσχομαι
Την αιωνιότητα θα κάνω πως ψάχνω
Θα προσπαθήσω σ’ αυτήν να πιστέψω
Για να καθησυχάσω εσένα.
Θα χρειαστώ μοναξιά μια ακόμα φορά
Γιατί τίποτα δεν θα έχει αλλάξει
Η ζωή μου σίγουρα όχι
Των βημάτων το ίχνος δεν θα σκεπάσω
Δεν θα στρέψω μυαλό ούτε βλέμμα
Σε άλλες παρά μόνο σε σένα.
Θα μαζέψω τις σκόρπιες μου σκέψεις
Τις αντιφάσεις για να μην ξεδιαλύνω
Πίστεψέ με αν θες
Θα μπορέσω επιτέλους να απαγγείλω του Παστερνάκ τα ποιήματα
Στα ρώσικα πριν ο θάνατος μ’ έβρει…
Ο θάνατος
Ναι, ο θάνατος από την Ανατολή ζυγώνει
*
Έκανε κρύο τη νύχτα εκείνη…
Έμεινες έξω ώρα πολλή
Να συλλογίζεσαι λέξεις που πάγωσαν
Κάτω απ’ το βλέμμα σου ξεδιπλωνόταν το ποίημα
Μα δεν έκανες κίνηση να το ζεστάνεις.
Εκ των προτέρων είχες χαθεί
Η παγωνιά αυξανόταν ώρα την ώρα
Κάποιος σε άρπαξε βάναυσα
Από το μπράτσο,
Σε μια άγνωστη γλώσσα σου μίλησε
Που να ριγήσεις σε έκανε
Ουρλιάζοντας λέξεις από το διαμελισμένο σου ποίημα.
*
Των ανθρώπων οι θρήνοι
Δροσίζουν τη γη μια στιγμή
Πού να αγκυροβολήσουν δεν ξέρουν
Τίποτα στο μυαλό δεν αλλάζει
Δεν έχουν τη δύναμη τα δεσμά τους να σπάσουν
Κατάμουτρα να φτύσουν τους δύσπιστους
Ποιήματα να χαράξουν στους τοίχους
Με ματωμένα τα νύχια
Ακόμα κι ο θάνατος δεν τους ανήκει.
Έχουν τόσο στερηθεί τη ζωή
Που ξεφτισμένα λόγια
Χτυπούν στης φυλακής το ταβάνι
Από την ενότητα «Τρία ποιήματα για την Κάρμεν»
*
Έπαψε ο κόσμος του σπιτιού σου τον γύρο να κάνει
Λόγια η αγάπη να σε γιορτάσει δεν βρίσκει
Από τότε που έφυγα μακριά σου μόλις που υπάρχω
Διστάζω να ζήσω
Το χέρι δεν τολμώ στο χαρτί ν’ ακουμπήσω
Την πόρτα ανοίγω
Σκοτάδι σκληρό
Η αλήθεια είναι μόνο του τάφου
Άοσμη η γη ακόμα και μετά τη βροχή
Ο άνεμος ορμά σε μέρες νεκρές
Να σταματήσω θα ήθελα σε κάποιο σημείο
Επιτέλους να σου μιλήσω
Τα χέρια στη λάσπη να βυθίσω
Και το πρόσωπο να καλύψω
Γιατί δεν ξέρω πια ν’ αγαπώ
Μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου
Από τη συλλογή «Καταιγίδα, Θύελλας λόγια», ποίηση: Ντενί Εμορίν, μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου, εκδ. Vakxikon.gr, 2015
Τίτλος πρωτοτύπου: Bouria, des mots dans la tourmente