« Θα σου πω πια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο/ εκείνη που νιώθεις μέσα στο πλήθος./ Γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου/ δεν μετράει τους παλμούς της καρδιά σου/ δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου./ Απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές σε σπρώχνει να περάσει.
Η ανελέητη μάστιγα της μοναξιάς έγινε περισσότερο αισθητή και εντονότερη στα τελευταία χρόνια της πανδημίας, η οποία εκμηδένισε σχεδόν τις ανθρώπινες σχέσεις και επαφές σε σημείο που φοβάται κανείς να προσεγγίσει και να συναναστραφεί ακόμη και τα πιο αγαπητά και συγγενικά του πρόσωπα. Η επικοινωνία έγινε ψυχρή και απρόσωπη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις προσωπικές κοινωνικές σχέσεις. Τείνουν να ξεχαστούν τελείως οι θερμές χειραψίες, οι εναγκαλισμοί, οι ασπασμοί και οι στενές συντροφιές που ικανοποιούσαν την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Ως «ζώον πολιτικόν», κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος χωρίς σχέσεις κοινωνίας, αλληλεγγύης και αγάπης. Η έλλειψη επικοινωνίας και η απομόνωση οδηγεί σε ανασφάλεια, άγχος, κατάθλιψη, μαρασμό και απογοήτευση.
Οι περισσότεροι «ξεγελούν» τη μοναξιά τους παρακολουθώντας με τις ώρες τηλεόραση ή αναζητούν άψυχη και αφύσικη επικοινωνία με αγνώστους ανθρώπους σερφάροντας στο διαδίκτυο ,απομονωμένοι ακόμη και από τα λοιπά μέλη της οικογενείας τους, όπου ακόμα αυτή υπάρχει. Όμως μετά το κλείσιμο των «μέσων» αντιμετωπίζουν το έρεβος της εγκατάλειψης και της εσωτερικής κενότητας.
«Πόνος βαρύς η μοναξιά όπου σε ταλανίζει/ σαν τον τυφώνα σε κτυπά κι ευθύς σε αφοπλίζει./ χάνεται το χαμόγελο, σου κλέβει το κουράγιο/ δεν βρίσκεις μες το διάβα σου απάνεμο μουράγιο.» σκιαγραφεί εύστοχα το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα η ποιήτρια Ελένη Κατσιφαράκη.
Ο νουνεχής, όμως, και στοχαστικός άνθρωπος δεν καταθέτει τα όπλα του. Θα βρει τρόπους να υπερνικήσει τη μοναξιά του με την καλλιέργεια της υπομονής, την αυτοσυγκέντρωση, την ενδοσκόπηση, την προσευχή, το διάβασμα και την αναθεώρηση των στόχων του προς βελτίωση της προσωπικότητάς του και του εν γένει του βίου του.
«Ουδέν κακόν, αμιγές καλού»