Ίσως
αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να ’μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του
οίηση
τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω
ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο
ρεύμα
τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ’ απ’ το φράγμα του ήχου των Σειρήνων
να μου κάνει νόημα
πηδώντας
έλα
κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι
ο Vivaldi ο Mozart
ενώτια παμφανόωντα
την ώρα που τ’ αντανακλά η στροφή της κεφαλής
η πραγματικότητα
δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό
και ποιος το άλλο
τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω
δε συναντήθηκαν ποτέ
ο κήπος βλέπει
ακούει τους ήχους απ’ τα χρώματα
τους ιριδισμούς που ένα χάδι
αφήνει
πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα
που το τραβούν μυριάδες νήματα
ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
τι να το κάνεις
δε νογά κανείς
μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής
ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ’ άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις
η καμπύλη της γης διακρίνεται.
6. Α μονάχα να ’ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς
να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος
όπως ακριβώς ο αθώος
να μπορούσα να δω
πίσω απ’ τον Τύραννο τον ουρανό
με αταραξία να συνεχίζεται ώς
τ’ αντίπερα βουνά
τις πίσω θάλασσες
μία διαφάνεια
που να διαπερνά τη γέννησή μου
μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους
οτοτοτοί
που ’λεγε κι ο γερο-Αισχύλος
ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει
μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της
απλώσει κάμπο − σχηματίσει επάνω στα νερά
νέα γη
ο κήπος βλέπει
τούφες τούφες μαργαρίτες
εύφλεκτες λευκές ιδέες
και πουλιά της θάλασσας
μία μεγαλόνησος
ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
με σειρά τετραπλούς φοίνικες
αλλά καμία
ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν
κι έμεινε στα επίπεδα των βασιλέων
μόνη
μία
Κόρη
γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
σ’ ένα πανέρι.
ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Θέ μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να ’μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ’ όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να ’ρχεται απ’ αλλού
γι’ αυτό και ηχεί παράτονα
μ’ ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ’
εφεκτικό στα θαύματα
ίσως και να ’χω λάθος ίσως και να ’ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
από ’ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
καπότες η στιγμή φτάνει
τα νερά γύρω του γίνονται
αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιoν προσώρας είχε
άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.
AD LIBITUM
Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να ’σαι ο αριστοκράτης αλλ’
από την ανάποδη
του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
που λέει κι ο Μακρυγιάννης
ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
με τρόπο δόλιο να μ’ εξουθενώσουν
τι να πει κανείς
εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά
είδωλο που ακόμη
ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
ανάμεσα στους Σκύθες
και θα μας επιστραφεί
σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι
ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
πάνω σε μια σχεδία
αιώνες τώρα
φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας
είναι που πλέον δε νογάει κανένας
τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πώς κι από πού ακουμπάει τ’ ωμέγα στο άλφα
ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο
Ad Libitum.
ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο.
Οδυσσέας Ελύτης, Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης - Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.
Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να ’σαι ο αριστοκράτης αλλ’
από την ανάποδη
του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
που λέει κι ο Μακρυγιάννης
ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
με τρόπο δόλιο να μ’ εξουθενώσουν
τι να πει κανείς
εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά
είδωλο που ακόμη
ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
ανάμεσα στους Σκύθες
και θα μας επιστραφεί
σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι
ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
πάνω σε μια σχεδία
αιώνες τώρα
φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας
είναι που πλέον δε νογάει κανένας
τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πώς κι από πού ακουμπάει τ’ ωμέγα στο άλφα
ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο
Ad Libitum.
ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο.
Οδυσσέας Ελύτης, Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης - Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.