ΙΣΩΣ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΜΟΥ
Είχε πατήσει τα σαράντα και πρώτη φορά θα πήγαινε σε ραντεβού με γυναίκα. Μια απ’ αυτές τις ξένες, Βουλγάρα ή Γεωργιανή, δεν τον ένοιαζε, που κρατάνε γέρους είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και είναι και ευχαριστημένες που εξασφάλισαν στέγη, τροφή και καθαρά λεφτά, αφορολόγητα. Μαύρα. «Κατίμαυρα», που έλεγε και μια φίλη της.
Αυτός ήξερε μόνο τις άλλες γυναίκες, τις επί πληρωμή. Πήγαινε κάθε τόσο να κατασιγάσει τους πόθους του. Να φανταστείς, η μόνη φορά που ένιωσε να τον θέλει γυναίκα, ήταν τότε που αγκάλιασε με πάθος μια πουτάνα, τον αγκάλιασε κι αυτή, και το αγκάλιασμα τού φάνηκε αληθινό γιατί έβγαλε εκείνη κι έναν αναστεναγμό − αχ μωρό μου. Ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνο το ρίγος που τον διαπέρασε τότε. Και σκέφτηκε, άραγε οι φίλοι μου αγκαλιάζονται τόσο τρυφερά με τις γυναίκες τους; Η αναζήτηση αυτού του ρίγους και οι φαντασιώσεις του, τον έσπρωξαν να πει ναι στον φίλο που του πρότεινε γνωριμία με τη Βουλγάρα ή τη Γεωργιανή που έψαχνε έναν άντρα, καμένη από τον πρώτο, τον συμπατριώτη της, που έπινε, δεν δούλευε και την έδερνε κι από πάνω. Τώρα έβλεπε να αναποδογυρίζει το πράμα και ίσως η Βουλγάρα ή η Γεωργιανή ή η Μολδαβή, ό,τι ήταν τέλος πάντων, λόγω και της ανάγκης της, να έκανε τα στραβά μάτια και να τον πρόσεχε. Ίσως ήρθε η ώρα που θα έβρισκε έναν άνθρωπο να τον περιμένει στο σπίτι. Πού ξέρεις; Όλα μπορεί να συμβούν. Να βρέχει και να της κρατάει την ομπρέλα. Να φυσάει και να την τυλίγει με το παλτό του. Να ετοιμάζονται για έξοδο και να τον βοηθάει να φορέσει την καπαρντίνα του. (Πόσο του άρεσε αυτή η σκηνή όταν την έβλεπε στο σινεμά!) Να είναι Κυριακή πρωί, αυτή να κοιμάται ακόμα, ο ήλιος να μπαίνει από τις γρίλιες, να ζωγραφίζει με ασπρόμαυρες λωρίδες το νυχτικό της, να τρεμοπαίζουν τα ματοτσίνορά της κι αυτός να σηκώνεται, να πατάει απαλά στις μύτες των ποδιών για να καλύψει το φως, ωστόσο εκείνη να ξυπνάει από τον ελάχιστο θόρυβο του σχοινιού που κατεβαίνει, να τεντώνει το σώμα της ναζιάρικα σαν την Λιζ Τέιλορ κι ύστερα αυτός να της ψήνει τον καφέ και να της ετοιμάζει τον δίσκο με τον χυμό του πορτοκαλιού, τις φρυγανιές με το βούτυρο και το μέλι. Το πήρε απόφαση. Θα πάω, πού ξέρεις; ίσως ήρθε η ώρα μου.
Ετοιμάστηκε για το σημαντικό ραντεβού, που τους το είχε κλείσει ο φίλος του ο παιδικός, που ήξερε ότι είναι καλό παιδί και στερημένο. Πολύ στερημένο. (Στα διόδια ανοίγει την παλάμη για να αναγκαστεί η κοπέλα να τον αγγίξει. Αχ αυτό το άγγιγμα!) Τι παιδί; Άντρας. Ψηλός με σώμα γεροδεμένο αν και κάπως ελαφρά γυρτό προς τα μπρος λόγω άμυνας στα διαρκή απορριπτικά βλέμματα. Από τον λαιμό και πάνω δεν θα έλεγες ότι είναι αποκρουστικός ούτε καν άσχημος, αλλά η γυναικεία ματιά μένει μόνο κάτι κλάσματα του δευτερολέπτου κι αμέσως απομακρύνεται. Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα κι έχει ένα σχήμα παράξενο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, από μόνα τους −μάτια, φρύδια, αυτιά, μύτη, στόμα, ζυγωματικά− δεν είναι άσχημα, αλλά όλα μαζί λες και είναι τοποθετημένα σε λάθος θέση. Από μικρός κατάλαβε πως δεν πρόκειται να αγαπηθεί και το πήρε απόφαση ότι θα ζει μόνος. Ακόμα και η μάνα του όταν τον κοίταζε είχε μια δυσαρέσκεια στα μούτρα της. Σούφρωνε κάπως το στόμα και τρεμόπαιζε τη μύτη της.
Έβλεπε τους φίλους του να αγαπιούνται από τις γυναίκες, να παντρεύονται, να κάνουν παιδιά. Πήγαινε, πάντα μόνος, στις χαρές τους, στα πένθη τους, στα βαφτίσια των παιδιών τους. Μάθαινε για τους χωρισμούς τους, για τις παράλληλες αγάπες μερικών ευνοημένων που μαγνήτιζαν τα βλέμματα των γυναικών. Δόθηκε στη δουλειά του − αλουμινοκατασκευές, κάγκελα, οξυγονοκολλήσεις, ηλεκτροκολλήσεις. Καλός μάστορας.
Έβαλε τα καλά του κι ένιωθε σαν τον νεοσύλλεκτο που πάει να παρουσιαστεί φαντάρος.
«Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μου;» λέει στον μικρότερο αδερφό του. «Έχω τρακ. Είμαι έξω απ’ τα νερά μου».
«Έρχομαι», είπε εκείνος που ήξερε τα χούγια του.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι που δούλευε η γυναίκα. «Τράβα εσύ», λέει στον μικρό, «εγώ θα πάω να πάρω λουλούδια να προσφέρουμε στο κορίτσι κι έρχομαι αμέσως».
Είπε να πιει μια μπίρα πρώτα στο καφενείο κι ύστερα να πάει για τα λουλούδια. Ήπιε μια μπίρα, δυο, έπιασε κουβέντα με τους διπλανούς για τον καιρό, για τον Ολυμπιακό και για την κρίση που δεν έχει τελειωμό, έσπασαν οι δουλειές, ποιος χτίζει τώρα σπίτι για να κάνει κάγκελα και αλουμινόπορτες και παραθύρια, οι τιμές είναι στα ύψη, μεροκάματα δεν υπάρχουν, δεν είναι καιρός για παντρειές, για το ένα και για το άλλο, οι μπίρες έγιναν πέντε, δέκα, δέκα τρεις, η ώρα πέρασε, άργησα, πάω για τα λουλούδια.
Χτύπησε το κουδούνι, του άνοιξαν κι οι δυο μαζί και στάθηκαν δίπλα δίπλα για να καταλάβει ο νεοφερμένος ότι καθυστέρησε πολύ να έρθει. Κατάλαβε, τα ’φτιαξαν κιόλας τα ζαγάρια, δεν ήξερε πού ν’ αφήσει τα λουλούδια.
«Πάμε να φύγουμε», είπε του μικρού.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο στο καφενείο.
«Κάτσε να πιεις κι εσύ μια μπίρα», είπε του μικρού.
«Με πέρασε για σένα», είπε εκείνος. «Ούτε που πρόλαβα να πω ότι είμαι ο αδερφός σου. “Έχω ένα παιδί”, μου είπε, “και θέλω έναν άντρα προστάτη για κείνο και για μένα. Δεν με νοιάζει αν είναι όμορφος. Καλός θέλω να είναι. Κι εσύ μου φαίνεσαι καλός”. Τα ’λεγε με έναν τρόπο, με μια ευγένεια! Κόμπλαρα. Τι γυναίκες είναι αυτές από εκεί πάνω; Ουκρανή είναι τελικά. Λένα τη λένε. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι. “Εσένα περίμενα”, μου είπε. Αλλά κι εσύ, αδερφέ, γιατί άργησες τόσο πολύ; Τι να κάνω εγώ τώρα;
«Να την πάρεις», είπε ο μεγάλος. «Εγώ θα σας παντρέψω».
Στον επόμενο μήνα τούς πάντρεψε. Στα πέντε χρόνια πάνω, τους βάφτισε και τα δυο παιδιά, που αγαπούν τον νονό και θείο τους τόσο που ούτε η συγχωρεμένη η μάνα του δεν τον αγαπούσε.
Γιώργος Ν. Σιώμος
Από τη συλλογή διηγημάτων «Ο κόκκινος σπάγκος», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017.