«Άνθρωποι αξιόπιστοι αφηγούνται (μα ο Αλλάχ μονάχα είναι παντογνώστης και πανίσχυρος και πανελεήμων και ακοίμητος) πως στο Κάιρο ζούσε κάποιος με αμύθητα πλούτη, αλλά τόσο μεγαλόψυχος και γενναιόδωρος, ώστε τα ’χασε όλα εκτός από το πατρικό του σπίτι κι αναγκάστηκε να δουλέψει για να βγάζει το ψωμί του. Δούλεψε τόσο σκληρά, ώστε μια νύχτα τον πήρε ο ύπνος κάτω από μια συκιά του κήπου του, και είδε στ’ όνειρό του έναν μουσκεμένο άντρα που έβγαλε απ’ το στόμα του ένα χρυσό φλουρί και του είπε:
“Η τύχη σου είναι στην Περσία, στο Ισπαχάν· τράβα να τη βρεις”.
Το πρωί, ξύπνησε, ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι κι έζησε τους κίνδυνους της ερήμου, των καραβιών, των πειρατών, των ειδωλολατρών, των ποταμών, των άγριων θηρίων και των ανθρώπων.
Κάποτε, έφτασε στο Ισπαχάν, αλλά η νύχτα τον βρήκε μέσα στα τείχη της πόλης, κι έπεσε να κοιμηθεί στο προαύλιο ενός τζαμιού. Δίπλα στο τζαμί ήταν ένα σπίτι, κι ο Παντοδύναμος Θεός το θέλησε, κάποιοι κλέφτες να διασχίσουν το τζαμί και να μπουν στο σπίτι.
Οι άνθρωποι που κοιμόνταν μέσα, ξύπνησαν απ’ τη φασαρία που έκαναν οι κλέφτες, και φώναξαν βοήθεια.
Φώναξαν κι οι γείτονες, ώσπου ο χωροφύλακας που περιπολούσε εκεί γύρω, έτρεξε με τους άνδρες του, και οι κλέφτες το ’σκασαν απ’ την ταράτσα. Ο αξιωματικός έβαλε να ψάξουν το τζαμί, κι εκεί έπεσαν στον άνθρωπο απ’ το Κάιρο και τον τσάκισαν τόσο πολύ στο ξύλο με τα καλάμια, που παραλίγο να τον σκοτώσουν. Σε δύο μέρες, συνήλθε στη φυλακή.
Ο αξιωματικός τον κάλεσε μπροστά του και του είπε:
“Ποιος είσαι και πούθ’ έρχεσαι;” Ο άλλος απάντησε:
“Είμαι από την ξακουστή πόλη του Καΐρου, και τ’ όνομά μου είναι Μοχάμεντ ελ Μαγκρέμπι”.
Ο αξιωματικός τον ρώτησε: “Και τι σ’ έφερε στην Περσία;”
Ο άλλος προτίμησε να πει την αλήθεια: “Κάποιος στ’ όνειρό μου με πρόσταξε να ’ρθώ στο Ισπαχάν, γιατί εδώ είν’ η τύχη μου. Να με, λοιπόν, στο Ισπαχάν, κι απ’ ό,τι βλέπω, η περιουσία που μου ’ταξε, πρέπει να ’ναι αυτές οι ξυλιές που μου δώσατε τόσο πλουσιοπάροχα”.»
Ακούγοντας αυτά, ο αξιωματικός γέλασε τόσο πολύ ώστε φάνηκαν οι φρονιμίτες του, και είπε στο τέλος:
“Άνθρωπε ευκολόπιστε και άμυαλε, τρεις φορές ονειρεύτηκα ένα σπίτι στο Κάιρο, και στο βάθος του σπιτιού έναν κήπο, και στον κήπο ένα ηλιακό ρολόι, και πίσω απ’ το ηλιακό ρολόι μια συκιά, και μετά τη συκιά μια βρύση, και κάτω από τη βρύση ένα θησαυρό. Ένα τέτοιο ψέμα, ούτε που το πίστεψα. Εσύ, όμως, γέννημα απ’ το σμίξιμο μιας μούλας μ’ ένα δαίμονα, έπιασες να γυρίζεις από πόλη σε πόλη επειδή πίστεψες στ’ όνειρό σου. Να μη σε ξαναδώ στο Ισπαχάν. Πάρε αυτά τα λεφτά και φύγε!”
»Ο άνθρωπος τα πήρε και γύρισε στον τόπο του. Στον κήπο του, κάτω απ’ τη βρύση (τη βρύση που είδε στ’ όνειρό του ο χωροφύλακας), βρήκε και ξέθαψε το θησαυρό. Έτσι ο Θεός τον ευλόγησε, τον αντάμειψε και τον εξύψωσε.
»Ο άνθρωπος τα πήρε και γύρισε στον τόπο του. Στον κήπο του, κάτω απ’ τη βρύση (τη βρύση που είδε στ’ όνειρό του ο χωροφύλακας), βρήκε και ξέθαψε το θησαυρό. Έτσι ο Θεός τον ευλόγησε, τον αντάμειψε και τον εξύψωσε.
Ο Θεός είναι ο Γενναιόδωρος, ο Απόκρυφος».
Από τις Χίλιες και μία νύχτες − 351η νύχτα.
μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας (1935).
Πηγή: «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα πεζά»,
Μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης,
Ελληνικά Γράμματα 2005.
Από τις Χίλιες και μία νύχτες − 351η νύχτα.
μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας (1935).
Πηγή: «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα πεζά»,
Μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης,
Ελληνικά Γράμματα 2005.