Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Τη δεκαετία του 860 θα ξεσπάσει σοβαρή κρίση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, με αφορμή την ενθρόνιση στο θρόνο της δεύτερης του πατριάρχου Φωτίου. Ο πάπας Νικόλαος έκρινε πως η αναρρίχηση του Φωτίου από τη θέση του διακόνου στον πατριαρχικό θρόνο εντός εβδομάδος ήταν αντικανονική και ζήτησε την επάνοδο του καθαιρεθέντος πατριάρχου Ιγνατίου στη θέση του. Ο Φώτιος αντέδρασε στις παπικές κατηγορίες υπερασπιζόμενος την αυτονομία του οικουμενικού πατριαρχείου και καταγγέλλοντας δυτικές καινοτομίες όπως η προσθήκη του «filioque» στο Σύμβολο της Πίστεως, η αγαμία του κλήρου και η χρήση αζύμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία ως αιρετικές. Το ζήτημα συνέπεσε με την έκρηξη της βυζαντινής ιεραποστολικής δραστηριότητος, η οποία έφερε το χριστιανισμό στους Σλάβους της Μοραβίας και της Βουλγαρίας. Η δυτική επιθετικότητα εκφράστηκε τόσο με την παπική απόπειρα να υφαρπαγεί η νεοσύστατη βουλγαρική Εκκλησία όσο και με την κατάκτηση της Μοραβίας από τους Βαυαρούς Φράγκους, συνοδευόμενη από τη βίαιη διάλυση της εκκλησιαστικής τάξεως που μόλις είχαν εγκαθιδρύσει οι Βυζαντινοί. Το 867 ο νέος αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ καθαίρεσε το Φώτιο και αποκατέστησε τον Ιγνάτιο. Η κρίση τυπικώς έληξε με τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 (Η’ Οικουμενική) όπου ο επιστρέψας πατριάρχης Φώτιος αναγνωρίστηκε από τη Ρώμη. Τον επόμενο ένα και μισό αιώνα οι σχέσεις Πρεσβυτέρας και Νεοτέρας Ρώμης υπήρξαν ψυχρές. Οι δογματικές διαφορές δεν επουλώθηκαν και ουσιαστικώς οι δύο Εκκλησίες συνέχιζαν να θεωρούνται σε ένωση επειδή δεν είχε παρουσιαστεί κάποια αφορμή για επίσημη ρήξη. Το 1004 η παποσύνη επισήμως εισήγαγε το filioque στο «Πιστεύω» και έκτοτε η Κωνσταντινούπολη σταμάτησε να μνημονεύει τον πάπα στα πατριαρχικά δίπτυχα. Η μοιραία όμως σύγκρουση θα ελάμβανε χώρε πενήντα έτη αργότερα.
Στις αρχές του 1050 οι Νορμανδοί μισθοφόροι της Κάτω Ιταλίας είχαν εξεγερθεί ανοικτά εναντίον των Βυζαντινών, Λομβαρδών και Σαρακηνών εργοδοτών τους. Αξιοποιώντας τη διάσπαση των αντιπάλων τους και την εντυπωσιακή πολεμική τους δεινότητα, οι Νορμανδοί μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σε μεγάλα τμήματα του ιταλικού νότου πιέζοντας αφόρητα όχι μόνο τους Βυζαντινούς (σε μία εποχή που η αυτοκρατορία έκανε εμφανή τα πρώτα σημάδια φθοράς) αλλά και την ίδια την παποσύνη, απειλώντας τα εδάφη της. Ταυτοχρόνως όμως οι Νορμανδοί ήταν χριστιανοί που ακολουθούσαν τις δυτικές πρακτικές. Κυριαρχώντας λοιπών στις ελληνόφωνες, βυζαντινές περιοχές επέβαλαν στις εκκλησίες είτε να ακολουθήσουν το λατινικό τυπικό (άζυμα κ.α.) είτε να κλείσουν. Αυτή η εξέλιξη δυναμίτισε τις προσπάθειες του πάπα και του Βυζαντινού αυτοκράτορος για οργάνωση κοινής αμύνης κατά των Νορμανδών. Το 1053 ο μητροπολίτης Αχρίδος Λέων κοινοποίησε εγκύκλιο στους δυτικούς επισκόπους όπου καυτηρίαζε τη χρήση αζύμων, ενώ ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος διέταξε να κλείσουν οι λατινικές ενορίες της Κωνσταντινουπόλεως σε αντίποινα για τα γεγονότα της Ιταλίας. Ο πάπας Λέων Θ’ αντέδρασε αποστέλλοντας τριμελή πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ουμβέρτο. Ο πάπας του εμπιστεύθηκε επιστολές προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, ενώ παράλληλα τον εξουσιοδότησε να τους αφορίσει εάν η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Οι διαπραγματεύσεις δεν κύλισαν καθόλου ομαλά. Οι παπικοί εκπρόσωποι διατράνωσαν τα πρωτεία της Ρώμης και αμφισβήτησαν το δικαίωμα του πατριάρχη να ονομάζεται οικουμενικός. Στη ρήξη συνέβαλε και ο χαρακτήρας των διαπραγματευομένων, καθώς ο φιλόδοξος και αλαζονικός Κηρουλάριος δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τον αδιάλλακτο και πείσμωνα Ουμβέρτο. Με τις συνομιλίες να οδηγούνται σε αδιέξοδο, στις 16 Ιουλίου του 1054 οι παπικοί εκπρόσωποι μπήκαν στην Αγία Σοφία ενώ προετοιμαζόταν η Θεία Λειτουργία και κατέθεσαν βούλα με την οποία αναθεμάτιζαν τον Κηρουλάριο. Ο πατριάρχης συγκάλεσε άμεσα σύνοδο και ανταπέδωσε τον αφορισμό κατά του Ουμβέρτου και της συνοδείας του.
Ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, στην πραγματικότητα όμως η τυπική επίδραση του ήταν μικρή και η ουσιαστική θα μπορούσε να είχε παραμείνει το ίδιο. Ο πάπας είχε πεθάνει προ τριών μηνών συνεπώς το ανάθεμα που κατατέθηκε στην Αγία Σοφία ήταν άκυρο. Οι αφορισμοί περιορίστηκαν σε έναν συγκεκριμένο πατριάρχη και τρεις λεγάτους, χωρίς να επεκτείνονται στο σύνολο της Εκκλησίας. Τέτοια περιστατικά είχαν συμβεί και στο παρελθόν αλλά ύστερα βρισκόταν κάποιος συμβιβασμός. Οι ιστορικοί της εποχής περιγράφουν το γεγονός δίχως να του δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Το Σχίσμα του 1054 αποδείχθηκε οριστικό πολλούς αιώνες αργότερα. Οι δύο Εκκλησίες, με όλην την ψυχρότητα και αντιπάθεια που είχε δημιουργηθεί, θεωρούσαν η μία την άλλη αδελφή, έστω άσπονδη. Σε άμεσο επίπεδο πιο σημαντικές ήταν οι πολιτικές συνέπειες. Με το ναυάγιο της βυζαντινο-παπικής προσεγγίσεως, η Ρώμη επέλεξε τη συμφιλίωση με τους Νορμανδούς, οι οποίοι συνέχισαν ακάθεκτοι την εκπαραθύρωση των Βυζαντινών από την Ιταλία.
Το Σχίσμα θα οριστικοποιείτο με τη δυσμενή εξέλιξη των Σταυροφοριών.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)