(αναδημοσιεύθηκε στο Βήμα, 26.8.99), σχετικά με τα δυσνόητα κείμενα και βιβλία.
Η απλή, στοιχειώδης απάντηση είναι, φυσικά: Γράφουμε, επειδή έχουμε να πούμε κάτι και θέλουμε να το μεταδώσουμε σε άλλους. Διαβάζουμε, επειδή θέλουμε να μάθουμε κάτι ή να απολαύσουμε, διαβάζοντας.Το γράψιμο-διάβασμα είναι -τι άλλο;- μια επικοινωνία συγγραφέα-αναγνώστη, ένας διάλογος, ένα δούναι και λαβείν. Η έλλειψη αυτής της επικοινωνίας σημαίνει είτε αδυναμία του συγγραφέα να μεταδώσει τις σκέψεις του, είτε αδυναμία του αναγνώστη να τις «μεταλάβει». Πράγμα που ακυρώνει και τη γραφή και την ανάγνωση.Ο Αριστοτέλης (384 π.Χ. – 322 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας που γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής. Άγαλμα στη φερώνυμη πλατεία της Θεσσαλονίκης.
Γιατί, όμως, μερικοί συγγραφείς είναι δυσνόητοι; Για τρεις, τουλάχιστον, λόγους: Ή επειδή δεν έχουν πραγματικά να πουν κάτι, και το κενό της σκέψης τους εκφράζεται με κενολογίες. Ή επειδή δεν ξέρουν, δεν μπορούν να διατυπώσουν τις σκέψεις τους με τρόπο προσλήψιμο απ’ τους άλλους. Ή επειδή θέλουν να εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη με τις περιπεπλεγμένες περιπλοκές του λόγου τους.
Συχνά, η ασάφειά τους οφείλεται και στους τρεις λόγους μαζί: Το «μήνυμά» τους είναι περίπου μηδαμινό, και το ξέρουν, δεν έχουν τη μπόρεση να εκφράσουν, έστω και αυτό το λίγο, σωστά και απλά, εφ’ ω και το τυλίγουν με σύννεφα και χρυσόχαρτα και λαβυρίνθους «βαθιού στοχασμού» και «υψιπετών νοημάτων».
Λογικά, τα κείμενά τους δεν θα έπρεπε να τα διαβάζει σχεδόν κανείς, αφού κανένας σχεδόν δεν τα καταλαβαίνει. Κι όμως, αρκετοί όχι μόνο τα διαβάζουν (ή καμώνονται πως τα διαβάζουν), αλλά και τα θεωρούν «σοφά», ακριβώς επειδή τους είναι δυσπρόσιτα ή απρόσιτα. Εντυπωσιασμένοι από τους βερμπαλισμούς και τις σκουληκομερμηγκότρυπες του συγγραφέα, φτάνουν να πιστέψουν πως δεν φταίει εκείνος που είναι δυσνόητος, αλλά αυτοί που είναι «ανόητοι» και δεν μπορούν να κατανοήσουν τα υψηλά νοήματά του. Άρα, πρέπει να τον διαβάσουν, για να ενωτισθούν κάτι απ’ τη σοφία του.
Γιατί αντιδρούν έτσι; Από αμάθεια, από μαζοχισμό (όπως λέει ο συντάκτης του άρθρου), από πλέγμα κατωτερότητας (μπρος στο «μεγαλείο» του σκοτεινού διανοητή), από σνομπισμό, ακόμα («αφού τόσοι τον χειροκροτούν, πρέπει κι εγώ να κάνω πως τον καταλαβαίνω και τον θαυμάζω»). Ίσως απ’ όλα μαζί, και πάλι.
Ο απλοϊκός Λουκάς του Γιατρού με το στανιό του Μολιέρου, ακούγοντας τα μπουρδο-λατινικά του απατεώνα Σγαναρέλου, αναφωνεί έκθαμβος: «Θα είναι πολύ ωραίο, αφού δεν καταλαβαίνω γρυ!»[1]
Κάτι ανάλογο διηγιόταν ο αξέχαστος Βασίλης Ρώτας: Όταν τέλειωσε τις φιλολογικές σπουδές του, γύρισε για λίγο στη γενέτειρά του, το Χιλιομόδι, και κουβέντιαζε με τους συχωριανούς του. Οι τελευταίοι πολύ απογοητεύτηκαν που ο νέος «δάσκαλος» τούς μιλούσε απλά, στη γλώσσα τους. «Κρίμα τα λεφτά που ξόδεψε ο γέρο Ρώτας για να σπουδάσει το γιο του», έλεγαν, «αφού καταλαβαίνουμε ό,τι λέει». Σοφία, γι’ αυτούς, ήταν η ακαταληψία…
Το δίχως άλλο, υπάρχουν θέματα και κλάδοι πιο δύσκολοι από άλλους – απαιτούν να έχει ο αναγνώστης μια προπαιδεία, να διαθέτει κάποιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, να κατέχει ορισμένους «τεχνικούς» όρους. Από κει και πέρα, όμως, ακόμα και τα πιο «δύσκολα απ’ τα δύσκολα» μπορούν να διατυπωθούν με τρόπο λαγαρό και ξεκάθαρο. Κι έτσι μόνο η γραφή εκπληρώνει τον προορισμό της – να μεταδώσει στον αναγνώστη τις όποιες γνώσεις και θέσεις της.
Αυτό δεν έκαναν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, απ’ τους πρώτους Ίωνες ώς σήμερα; Πολλοί τους δεν έγραψαν τα έργα τους έμμετρα, και για να αποτυπώνονται καλύτερα στη μνήμη των ακροατών; Ο Πλάτων δεν υιοθέτησε τη διαλογική μορφή, για να κάνει πιο γλαφυρούς τους λόγους του; Ακόμα και του δήθεν «σκοτεινού» Ηράκλειτου, ποιος δεν κατανοεί τη μεγάλη του ανακάλυψη: την αρμονία που πηγάζει από τις αντιθέσεις σ’ όλα τα πεδία της φύσης και των σχέσεων;
«Η σαφήνεια είναι η καλή πίστη, η ειλικρίνεια, η εντιμότητα των φιλοσόφων»[2]. Κι αυτή την εντιμότητα την είχαν και την έχουν οι αληθινοί σοφοί και οι σοφοί ποιητές. «Σοφόν το σαφές, ου το ασαφές», θα πει ο Ευριπίδης.[3] Και ο Αριστοτέλης: «Η κυριότερη αρετή του λόγου είναι η σαφήνεια. Κι απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ο λόγος που δεν περικλείει την απόδειξη του περιεχομένου του, δεν εκπληρώνει τον προορισμό του» («Λέξεως αρετή σαφή είναι· σημείον γαρ ότι ο λόγος, ως εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον»)[4]. Ή ακόμα, ο απόστολος Παύλος: «Εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες» («Αν ο λόγος σας δεν είναι ευνόητος, πώς θα καταλάβουν τι λέτε; Στον αέρα θα μιλάτε»)[5].
Στον αέρα λαλούν οι απόστολοι του ερέβους, καταφεύγοντας σε «ανεμώλια έπη» (κούφια λόγια), για να θαμπώσουν τους αφελείς.
Κάτι τέτοιους ταχυδακτυλουργούς σαρκάζει ο Σαίξπηρ, με το στόμα του Μπιρόν, στο Αγάπης αγώνας άγονος (Love’s Labour’s Lost):
«Φράσεις από ταφτά, ακριβολογίες μεταξωτές, τρίκλωνες περιφράσεις, κομψοφτιασιδώματα, σχολαστικές φιγούρες· τέτοιες μύγες θερινές με γέμισαν σκουλήκια, ξιππασιάς καμώματα».[6]
Παλιατσαρίες όλα αυτά, θα πουν οι «μεταμοντέρνοι» (;). Κι όμως, ένας κάθε άλλο παρά παλιός, κάθε άλλο παρά «εύκολος» φιλόσοφος, που αυτοί πολύ θα τον «στιμάρουν», ο Βιτγκενστάιν, λέει:
«Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια, και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει».[7]
Α, και να τον άκουγαν!
Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα». (10.09.1999)
[1] Πράξη Β’, σκηνή 6.
[2] Vauvenargues, Στοχασμοί, αρ. 315.
[3] Ορέστης, στ. 387.
[4] Ρητορική, Γ, 2, 1404β, 1. Μετάφρ. Η. Ηλιού, Κέδρος, 1984.
[5] Α’ προς Κορινθίους, ΙΔ,9.
[6] Πράξη Ε’, σκ. 2, στ. 407. Μετάφρ. Β. Ρώτα, Ίκαρος, 1966.
[7] Tractatus Logico-Philosophicus, Πρόλογος. Μετάφρ. Θ.Κιτσίπουλου, Εισαγωγή Ζ. Λορεντζάτου, Δευκαλίων, αρ. 7/8 Ιούν.-Νοέμβρ. 1974.