Οι επιθέσεις των Χούτι στα δύο εργοστάσια των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της εταιρείας Aramco υπενθύμισαν την ένταση που κυριαρχεί στις σχέσεις των δύο μουσουλμανικών κρατών: της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας. Η επίθεση δεν είναι πρωτοφανής αφού συχνά υποδομές που σχετίζονται με την παραγωγή πετρελαίου στη Σαουδική Αραβία γίνονται στόχος κυρίως πυραύλων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Στην καρδιά της έντασης αυτής βρίσκεται ο ανταγωνισμός για την ηγεσία του Ισλάμ και οι συγκρουόμενες πολιτικές στην εξαγωγή πετρελαίων, ενώ ισχυρή είναι η θρησκευτική σύγκρουση σε θέματα ερμηνείας του Ισλάμ. Κομβικός φαίνεται να είναι ο ρόλος της σχέσης των ΗΠΑ και γενικά της Δύσης με τη Σαουδική Αραβία, η οποία αποτελεί συντηρητικό ουαχαμπιτικό σουινιτικό βασίλειο. Η τελευταία έχει ξεκάθαρο δυτικό προσανατολισμό. Το Ιράν αντίθετα αποτελεί ένα δωδεκαδικό σιιτικό ισλαμικό καθεστώς, που εγκαταστάθηκε στη βάση της αντιδυτικής επανάστασης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80 (1979), ο Αγιατολάχ Χομεϊνί κήρυξε την Ισλαμική επανάσταση, ανέτρεψε το Σάχη και οπαδοί κατέλαβαν τον Ιερό για τους Μουσουλμάνους τόπο του Μεγάλου Τζαμί στη Μέκκα, που υπάγεται στο θρόνο της Σαουδικής Αραβίας. Οι φόβοι του Βασιλείου αφορούν και στην ιρανική επιρροή προς τους σιίτες μουσουλμάνους που πλειοψηφούν στο Μπαχρέιν και κυρίως που ζουν στο ανατολική πλευρά του Βασιλείου, που βρίσκονται οι κύριες πηγές πετρελαίου. Το 2011 οι σιίτες του Μπαχρέιν ξεσηκώθηκαν, με αποτέλεσμα η σουνίτες να χρησιμοποιήσουν το στρατό για την καταστολή τους, θεωρώντας ότι εμπλέκεται το Ιράν, υπαίτιο κατά την ίδια αντίληψη της δραστηριοποίησης των ανταρτών Χούτι.
Η Ισλαμική Επανάσταση επέφερε σημαντική επιδείνωση στη σχέση των δύο κρατών, που αμφότερα φιλοδοξούν να παίξουν ηγετικό ρόλο στον Ισλαμικό Κόσμο, αλλά με διαφορετικά οράματα το καθένα. Η Ισλαμική «Δημοκρατία» του Ιράν κατηγορεί το Βασίλειο ότι δρα ως δορυφόρος της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, ενώ η Σαουδική Αραβία ανησυχεί για την επέκταση της επιρροής της Ιρανικής Επανάστασης στον Περσικό Κόλπο καθώς και για το πυρηνικό πρόγραμμα της γειτονικής της χώρας.
Οι δύο αυτές χώρες αποτελούν σήμερα τους δύο πιο ισχυρούς πόλους της περιοχής, με τη μεγαλύτερη επιρροή, αλλά και ένταση σε θέματα θρησκείας αλλά και πολιτικής. Το πετρέλαιο αλλά και οι εμπορικοί δρόμοι στη θάλασσα είναι τα κύρια σημεία ανταγωνισμού. Η Σαουδική Αραβία αισθάνεται γεωγραφική στένωση, περιορισμό της ισχύος της και της επιρροής στο Λίβανο, το Ιράκ και τη Συρία από την εργαλειοποίηση της Χεζμπολά και άλλων συναφών ομάδων ανταρτών από το Ιράν.
Η εξαγωγή πετρελαίου αποτελεί την κύρια πηγή της οικονομικής ζωής και του υψηλού βιοτικού επιπέδου της Σαουδικής Αραβίας και η αντιμετώπιση του ιρανικού κινδύνου αποτελεί στόχο ύψιστης σημασίας, με αποτέλεσμα η αντίδραση του Βασιλείου να είναι πιο έντονη κάθε φορά. Ενδεικτικό της ισχυρής αντίδρασης ήταν και η εισβολή το 2015 στην Υεμένη μετά από απόφαση του διαδόχου Μοχάμεντ, προκειμένου να εξασφαλιστεί το θαλάσσιο πέρασμα κατά μήκος της περιοχής.
Ο φόβος σχετικά με την νέα ένταση των δύο χωρών προκαλεί ανησυχία στη Δύση ως προς πιθανές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου, ειδικά μία περίοδο που οι προβλέψεις για την ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία είναι δυσοίωνες. Όπως έχει αναφερθεί σε διεθνείς μελέτες, απρογραμμάτιστη αύξηση 5 δολαρίων στην τιμή του βαρελιού προκαλεί μείωση του ρυθμού ετήσιου ανάπτυξης ΑΕΠ κατά 0,4%, ενώ σημαντική αύξηση παρατηρείται σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Στο πλαίσιο αυτό, μία σημαντική μείωση της ικανότητας παραγωγής πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία θα έχει σημαντική επίπτωση στην Ελληνική οικονομία, σε μία αδιαμφισβήτητα σημαντική στιγμή πτώσης των επιτοκίων και συζήτησης γύρω από το χρέος.
*Ο κ. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι Διεθνολόγος, απόφοιτος BA(Hons) European Studies, MBA-MIB (International Business), καταρτιστείς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στην παγκοσμιοποίηση και τις BRICK οικονομίες.
AP Photo/Jon Gambrell