στο ένα κτήμα είχε φυτέψει στις τέσσερις γωνιές του χωραφιού τριανταφυλλιές, κόκκινες, κίτρινες και δίχρωμες.
Στο γόνιμο έδαφος είχαν γίνει ψηλές σα δένδρα!
Τα άνθη έμοιαζαν με σημαδούρες στον καταπράσινο κάμπο! Γελούσαν οι γείτονες αγρότες ειρωνικά για τον τρελογεωπόνο του κυρ Γιώργου.
Έκλεβαν όμως τριαντάφυλλα για το σπίτι τους!
Κάθε φορά που έβλεπε να λείπουν τριαντάφυλλα χαιρόταν. Χαιρόταν γιατί αυτές οι «κλοπές» επιβεβαίωναν ότι μέσα τους και οι σκληροτράχηλοι αγρότες είχαν ευαισθησίες που δεν εκδήλωναν.
Ο γείτονας από την δυτική πλευρά του είχε πει μια φορά ειρωνικά «οι τριανταφυλλιές δεν τρώγονται, βάλε καμιά μελιτζάνα».
Του είχε απαντήσει «θέλει και ψυχή και το μάτι το κάτι τις να τρέφονται με ομορφιές ,όχι μόνο το στομάχι».
Αφιέρωνε πολύ χρόνο στις τριανταφυλλιές. Σκάλιζε με το τσαπί τις τέσσερις γωνιές του χωραφιού. Σήκωνε το στειλιάρι ψηλά και με δύναμη το κάρφωνε στη γη, έβγαζε το χώμα, διέλυε τους σβώλους ξανά και ξανά, ώσπου το χώμα γύρο από τις τριανταφυλλιές γινόταν σαν αφρός. Ψηλώνανε, μπουμπουκιάζανε, άνοιγαν τα κατακόκκινα λουλούδια σκορπίζοντας τη μυρωδιά τους τριγύρω. Πλημμύριζε μέσα του ομορφιά. Άλλος όμως ήταν ο σκοπός του. Στα ατελείωτα στρέμματα που καλλιεργούσε το τρακτέρ και οι μηχανές που χρησιμοποιούσε έκαναν τη δουλειά τους. Αλλά αυτός στις τριανταφυλλιές ένοιωθε γεωργός. Γεωπόνος.
Σκάλιζε το χώμα και ένοιωθε τη μυρωδιά της γης.
Σκάλιζε τα σπλάχνα της και περίμενε να γεννήσει.
Να ανθίσουν και να ψηλώσουν οι τριανταφυλλιές από τη δική του φροντίδα.