Τα ‘χασα. Πενήντα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά νόμιζα πως τα είχα δει όλα, κι όμως δεν μου είχε ξανατύχει καινούργια θεραπευόμενη να μπει πρώτη φορά στο γραφείο μου κρατώντας στο χέρι μία φωτογραφία πού την έδειχνε στο άνθος της νιότης της. Ακόμα πιο πολύ σάστισα όταν η θεραπευόμενη που λεγόταν Νατάσα και ήταν μια παχιά Ρωσίδα εκεί γύρω στα εβδομήντα, κάρφωσε πάνω μου το βλέμμα με την ίδια ένταση με την οποία εγώ κοίταζα τη φωτογραφία της: μια πανέμορφη μπαλαρίνα σε πόζα αραμπέσκ, υψωμένη με βασιλικό αέρα στις μύτες των ποδιών και με τα μπράτσα απλωμένα όλο χάρη. Γύρισα και είδα τη Νατάσα να φτάνει στη θέση της με την ελαφράδα χορεύτριας, παρόλο που δεν ήταν πλέον αδύνατη. Πρέπει να διαισθάνθηκε πως προσπαθούσα να εντοπίσω πάνω της κάτι από τη νεαρή μπαλαρίνα, γιατί ύψωσε το πιγούνι κι έστρεψε ελάχιστα το κεφάλι προσφέροντάς μου ένα καθαρό προφίλ. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν γίνει πιο αδρά, ίσως από τους πολλούς ρωσικούς χειμώνες και το πολύ αλκοόλ. Είναι όμως ακόμα ελκυστική γυναίκα κι ας μην έχει την παλιά της ομορφιά, σκέφτηκα, καθώς έριχνα άλλη μια ματιά στη νεανική φωτογραφία της, πού εμφάνιζε ένα θαύμα κομψότητας.
« Δεν ήμουν όμορφη;» ρώτησε με συστολή. Όταν απάντησα καταφατικά, συνέχισε: «”Ήμουνα prima ballerina στη Σκάλα του Μιλάνου ».
« Σκέφτεστε πάντα τον εαυτό σας στον παρατατικό;»
H Νατάσα σφίχτηκε. «Τι αγενής ερώτηση, δρ Γιάλομ. Βλέπω πως δεν αμελήσατε να παρακολουθήσετε τα μάθημα κακών τρόπων που είναι απαιτούμενο για τους θεραπευτές. Όμως, έκανε μια παύση για να το σκεφτεί καλύτερα, «ίσως να ‘ναι αλήθεια. Μπορεί να έχετε δίκιο. Ίο παράξενο βέβαια στην περίπτωση της μπαλαρίνας Νατάλια είναι ότι για μένα η χορευτική καριέρα τελείωσε πριν κλείσω τα τριάντα, πάνε σαράντα χρόνια, κι ότι από τη στιγμή που σταμάτησα να χορεύω, άρχισα να νιώθω πιο χαρούμενη, πολύ πιο ευτυχισμένη ».
« Πάψατε να χορεύετε πριν από σαράντα χρόνια κι όμως μπαίνοντας εδώ σήμερα μου δείξατε αυτή τη φωτογραφία από τότε πού ήσαστε νεαρή χορεύτρια. Φαντάζομαι πώς πιστεύετε ότι η Νατάσα του σήμερα δεν θα μου προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον;» Ανοιγόκλεισε δύο-τρεις φορές τα βλέφαρα κι έπειτα έριξε μια ματιά τριγύρω, επιθεωρώντας τη διακόσμηση τού γραφείου μου.
«Σας είδα στον ύπνο μου χθες τη νύχτα » είπε. « Άμα κλείσω τα μάτια, το βλέπω ακόμα. Ερχόμουν στο ραντεβού μας και μπήκα σ’ ένα δωμάτιο. Δεν έμοιαζε μ’ αυτό. ‘Ίσως να ήταν το σπίτι σας, κι εκεί ήταν ένα σωρό άνθρωποι, πιθανόν ή γυναίκα σας και η οικογένειά σας, κι εγώ κουβαλούσα μια μεγάλη υφασμάτινη τσάντα γεμάτη τουφέκια και υλικά καθαρισμού για κείνους. Σας έβλεπα σε μια γωνιά περιτριγυρισμένο από κόσμο, και σας αναγνώρισα από τη φωτογραφία στο αυτί τού βιβλίου σας για τον Σοπενάουερ. Δεν κατάφερνα να φτάσω ως εσάς, ούτε καν να προσελκύσω τη ματιά σας. Το όνειρο είχε και συνέχεια, αλλά μόνο αυτό θυμάμαι».
« Μάλιστα. Και βλέπετε κάποια σύνδεση ανάμεσα στο όνειρό σας και στο γεγονός ότι μου φέρατε τη συγκεκριμένη φωτογραφία ;»
« Τουφέκι σημαίνει πέος. Το γνωρίζω από τη μακρόχρονη ψυχανάλυση πού έκανα. Ο αναλυτής μου έλεγε πώς χρησιμοποιούσα το πέος σαν όπλο. Όταν τσακωνόμουν με τον φίλο μου, τον Σεργκέι, που ήταν ο πρώτος χορευτής της ομάδας και αργότερα έγινε σύζυγός μου, έφευγα, μεθούσα, έβρισκα ένα πέος.
οποιοδήποτε πέος -δεν είχε σημασία σε ποιον ανήκε- κι έχανα σεξ για να πληγώσω τον Σεργκέι και να νιώσω καλύτερα. Και πάντα έπιανε. Αλλά για λίγο. Για πολύ λίγο ».
«Και πώς συνδέεται το όνειρο με τη φωτογραφία;»
«Πάλι ή ίδια ερώτηση; Επιμένετε; Μήπως υπονοείτε ότι χρησιμοποιώ αυτή τη φωτογραφία τού νεότερου εαυτού μου για να σάς προκαλέσω σεξουαλικό ενδιαφέρον; Κάτι τέτοιο όχι μόνο με προσβάλλει, αλλά είναι και εντελώς ανόητο».
Η μεγαλειώδης είσοδός της με τη φωτογραφία στο χέρι ήταν φορτωμένη με νοήματα. Γι’ αυτό δεν αμφέβαλλα, προς στιγμήν όμως αποφάσισα να τ’ αφήσω στην άκρη και να δουλέψω με πιο άμεσο τρόπο. « Θα ήθελα να σκεφτούμε λίγο για ποιους λόγους επικοινωνήσατε μαζί μου. Από το μέιλ σας ξέρω ότι θα βρίσκεστε στο Σάν Φρανσίσκο μόνο για λίγες μέρες και ότι ήταν εξαιρετικά επείγον να σας δω σήμερα και αύριο, γιατί νιώθετε ότι έχετε χαθεί έξω απ’ τή ζωή σας και δεν μπορείτε να βρείτε το δρόμο να γυρίσετε. Μιλήστε μου, σας παρακαλώ, γι’ αυτό. Μου γράψατε πως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου».
« Έτσι ακριβώς το νιώθω. Είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω, αλλά. μου συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ήρθα να επισκεφτώ την Καλιφόρνια με τον σύζυγό μου, τον Πάβελ, και κάναμε ακριβώς Ο,τι κάνουμε πάντα σε τέτοιου είδους επισκέψεις. Εκείνος συνάντησε μερικούς σημαντικούς πελάτες- είδαμε τούς Ρώσους φίλους μας, πήγαμε με το αυτοκίνητο στη Νάπα Βάλλεϋ, πήγαμε στην Όπερα τού Σάν Φρανσίσκο και φάγαμε σε πολύ ωραία εστιατόρια. Για κάποιο λόγο όμως αυτή τη φορά δεν είναι το ίδιο. Πώς να το πω; Στα ρωσικά το λέμε ostrannaya. Δεν βρίσκομαι στ’ αλήθεια εδώ. Δεν νιώθω να με αγγίζει τίποτα απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν. Σαν να έχω γύρω μου μία μόνωση- αισθάνομαι πως εδώ δεν βρίσκομαι εγώ, πως δεν είμαι εγώ που ζω όλα αυτά. Νιώθω άγχος και μεγάλη διάσπαση. Δεν κοιμάμαι καλά. Μακάρι να ήταν καλύτερα τα αγγλικά μου για να μπορέσω να περιγράψω τι νιώθω. Κάποτε έζησα για τέσσερα χρόνια στις ΗΠA πολλά μαθήματα, ακόμα όμως τα αγγλικά μου είναι αδέξια.»
«Ως τώρα τα αγγλικά σας είναι εξαιρετικά και περιγράφετε πολύ καλά πώς νιώθετε. Πείτε μου, εσείς πώς το εξηγείτε; Τι νομίζετε εσείς πώς σας συμβαίνει;»
« Δεν καταλαβαίνω. Σας ανέφερα πως χρειάστηκα τέσσερα χρόνια ψυχανάλυση πριν από πολύ καιρό, όταν πέρασα μια τρομερή κρίση. Αλλά και τότε ακόμα δεν είχα αυτό το συναίσθημα. Άλλωστε από τότε ή ζωή μου ήταν μια χαρά. Ως τώρα ήμουν εντελώς καλά για πάρα πολλά χρόνια ».
«Ας προσπαθήσουμε να βρούμε από πού ξεκινάει αυτή ή αίσθηση πώς δεν είστε μέσα στη ζωή σας. Πότε πιστεύετε ότι άρχισε; Πριν από πόσες μέρες;»
« Δεν μπορώ να πω. Είναι ένα συναίσθημα τόσο αλλόκοτο και τόσο αόριστο που είναι δύσκολο να το εντοπίσω. Στην Καλιφόρνια πάντως φτάσαμε πριν από τρεις μέρες ».
« Σ’ εμένα όμως γράψατε πριν από μια βδομάδα- πριν έρθετε στην Καλιφόρνια. Πού βρισκόσασταν τότε;»
« Μείναμε μία βδομάδα στη Νέα Υόρκη, έπειτα λίγες μέρες στην Ουώσινγκτον και μετά εδώ ».
« Συνέβη κάτι που σας αναστάτωσε στη Νέα Υόρκη ή στην Ουώσινγκτον;»
«Προσπαθήστε να θυμηθείτε το ταξίδι στην Ούώσινγκτον. Τι κάνατε εκεί;»
«Ό,τι κάνω πάντα. Ακολούθησα το συνηθισμένο μου μοτίβο. Πήγαινα κάθε μέρα στα μουσεία τού Σμιθσόνιαν: στο Μουσείο Αεροναυπηγικής και Διαστήματος, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, στο Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας και, α ναι, ναι! Συνέβη κάτι πολύ έντονο όταν επισκέφτηκα την Εθνική Πινακοθήκη».
« Τ συνέβη; Μπορείτε να το περιγράφετε;»
«Ένιωσα μεγάλο ενθουσιασμό, γιατί είδα απ’ έξω μια τεράστια αφίσα που ανήγγελλε μια έκθεση για την ιστορία τού μπαλέτου ».
« Και τι κάνατε;»
«Μόλις είδα την αφίσα, έτρεξα να μπω στην Πινακοθήκη, ήμουνα τόσο ενθουσιασμένη που έσπρωξα τον κόσμο κι έφτασα στο μπροστινό μέρος της ουράς. Έψαχνα κάτι. Νομίζω πώς έψαχνα τον Σεργκέι».
« Τον Σεργκέι; Εννοείτε τον πρώτο σύζυγό σας;»
« Ναι, τον πρώτο μου άντρα. Για να το καταλάβετε, πρέπει να σας πω μερικά πράγματα για τη ζωή μου. Μπορώ να σάς αφηγηθώ τα σημαντικότερα γεγονότα; Μέρες τώρα προβάρω αυτή την εξιστόρηση ».
Ανήσυχος μήπως ετοιμαζόταν να δώσει παράσταση και να φάει όλη μας την ώρα απάντησα: « Ναι, μια σύντομη περίληψη θα βοηθούσε ».
« Αρχικά, πρέπει να σάς πω ότι δεν έχω βιώσει μητρική φροντίδα και η ψυχανάλυσή μου επικεντρώθηκε κυρίως σ’ αυτό το αίσθημα που είχα σε όλη μου τη ζωή, ότι δεν γνώρισα τη φροντίδα της μητέρας μου. Γεννήθηκα στην ’Οδησσό, και οι γονείς μου χώρισαν πριν γεννηθώ. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα, « μητέρα μου δεν μιλούσε ποτέ για κείνον. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τίποτα. Η καημένη ήταν συνέχεια άρρωστη και πέθανε από καρκίνο λίγο πριν κλείσω τα δέκα. Θυμάμαι στα γενέθλιά μου τότε.
Αφού πέθανε ή μητέρα μου με πήρε και με μεγάλωσε ή θεία Όλγα, ή δίδυμη αδελφή της, στην Αγία Πετρούπολη. Η θεία Όλγα ήταν καλός άνθρωπος και μαζί μου ήταν πάντα πολύ στοργική, αλλά ήταν υποχρεωμένη να κερδίζει μόνη τα προς το ζην -ήταν ανύπαντρη- οπότε δούλευε σκληρά και της έμενε πολύ λίγος χρόνος για μένα. Ήταν πολύ καλή βιολίστρια και τον περισσότερο καιρό ταξίδευε σε περιοδείες με τη συμφωνική ορχήστρα. ‘Ήξερε ότι χόρευα πολύ ωραία, γι’ αυτό έναν χρόνο μετά τον ερχομό μου κανόνισε να περάσω μερικές ακροάσεις, οπού τα πήγα πολύ καλά κι έτσι με παρέδωσε στην Ακαδημία Μπαλέτου Βαγκάνοβα, οπού έζησα τα επόμενα οκτώ χρόνια. “Έγινα τόσο καλή χορεύτρια ώστε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών τα Μπαλέτα Κίροφ μού πρόσφεραν μια θέση και όντως για μερικά χρόνια χόρευα εκεί. Εκεί γνώρισα τον Σεργκέι, έναν από τους μεγαλύτερους χορευτές, εγωιστές και γυναικάδες τού καιρού μας που είναι και ο έρωτας της ζωής μου ».
«Στον ενεστώτα; Εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος σας έρωτας ;»
Εκνευρισμένη λίγο από τη διακοπή μου, απάντησε κοφτά: «Αφήστε με σάς παρακαλώ να τελειώσω. Μου ζητήσατε να βιαστώ και κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Άλλα θέλω να τ’ αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο. Παντρεύτηκα τον Σεργκέι και, όταν εκείνος δέχτηκε μία θέση στη Σκάλα του Μιλάνου, καταφέραμε κι οι δύο, σχεδόν από θαύμα, να περάσουμε στη Δύση. Άλλωστε ποιος μπορούσε να ζήσει στη Ρωσία εκείνα τα χρόνια; Τώρα –ρέπει να πω για τον Σεργκέι – έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά το γάμο μας, άρχισα να νιώθω τρομερούς πόνους στα πόδια, και ο γιατρός μου είπε πώς είχα ουρική αρθρίτιδα. IIείτε μου, μπορείτε να φανταστείτε πιο καταστροφική αρρώστια για μία μπαλαρίνα; Όχι, δεν υπάρχει χειρότερη! Η ουρική αρθρίτιδα έβαλε τέρμα στην καριέρα μου πριν κλείσω τα τριάντα. Και τι έκανε τότε ο Σεργκέι, ο έρωτας της ζωής μου; Με παράτησε αμέσως για μία άλλη χορεύτρια. Όσο για μένα, πήγα να τρελαθώ και κόντεψα v’ αυτοκτονήσω με αλκοόλ, παραλίγο μάλιστα να τον σκοτώσω κι εκείνον μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι, με το όποιο τού χάραξα μερικές ουλές στο πρόσωπο για να με θυμάται. Η θεία μου η Όλγα είχε έρθει να με πάρει από το ψυχιατρικό νοσοκομείο του Μιλάνου για να με φέρει στη Ρωσία και τότε ήταν που ξεκίνησα την ψυχανάλυση που μου έσωσε τη ζωή. Η θεία μου ανακάλυψε έναν από τούς ελάχιστους ψυχαναλυτές πού υπήρχαν σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση, που κι αυτός βέβαια ασκούσε το επάγγελμά του παράνομα. Στην ανάλυσή μου ασχοληθήκαμε κυρίως με τον Σεργκέι και με το πώς ξεπερνούσα τον πόνο που μου προκάλεσε, επίσης με το πώς θα εγκατέλειπα για πάντα το ποτό και θα έβαζα τέλος στην παρέλαση των εφήμερων σχέσεων. Αλλά ίσως και με το πώς θα μάθαινα ν’ αγαπώ – τον εαυτό μου και τους άλλους.
Όταν ένιωσα καλύτερα γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο, στο Μουσικό Τμήμα, και προς μεγάλη μου έκπληξη, σύντομα ανακάλυψα ότι είχα ταλέντο στο βιολοντσέλο, όχι αρκετό για να γίνω σολίστ άλλα αρκετό για να διδάξω. Κι από τότε έγινα καθηγήτρια βιολοντσέλου. Ο Πάβελ, ο σύζυγός μου, ήταν ένας από τούς τους μαθητές μου. Είναι βέβαια ο χειρότερος τσελίστας που είδα ποτέ μου, άλλα είναι θαυμάσιος άνθρωπος και τελικά αποδείχτηκε πολύ έξυπνος και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Ερωτευτήκαμε, χώρισε τη γυναίκα του για χάρη μου, παντρευτήκαμε και ζήσαμε μαζί πολύ ωραία ζωή ».
« Πολύ καίρια αφήγηση και εξαιρετικά σαφής, Νατάσα. Σ’ ευχαριστώ ».
«Όπως είπα, την πρόβαρα αρκετές φορές στο μυαλό μου. Βλέπετε γιατί δεν ήθελα να με διακόπτετε;»
« Ναι, καταλαβαίνω. Ας γυρίσουμε τώρα σ’ εκείνο το μουσείο στην Ούώσινγκτον.
«Ναι , τώρα είμαι σχεδόν βέβαιη πώς αυτόν είχα κατά νου, κάπου βαθιά μέσα μου, όταν μπήκα στην έκθεση. Εννοώ πως δεν το ομολογούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Κι όταν λέω έρωτας τής ζωής μου, δεν εννοώ οπωσδήποτε της συνειδητής ζωής μου. Εσείς, ένας διάσημος ψυχίατρος, θα έπρεπε να το καταλαβαίνετε ».
« Mea culpa ». Τα ήπια καρφιά της μου φαίνονταν μάλλον γοητευτικά και ζωήρευαν τη συζήτηση.
« Σας συγχωρώ – μόνο αυτή τη φορά. Λοιπόν, η επίσκεψή μου στήνω έκθεση. Υπήρχαν πολλές παλιές ρωσικές αφίσες από τα Μπολσόι και τα Κίροφ και μια απ’ αυτές πού ήταν κρεμασμένη κοντά στην είσοδο ήταν μια συγκλονιστική φωτογραφία του Σεργκέι να πετάει σαν άγγελος στον αέρα στη Λίμνη των κύκνων. Δεν ήταν πάρα πολύ ευκρινής αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν ο Σεργκέι, παρόλο που δεν έγραφε το όνομα του χορευτή. Έψαξα ώρες σε ολόκληρη την έκθεση αλλά το όνομά του δεν αναφερόταν πουθενά, ούτε μία φορά. Το πιστεύετε; Ο Σεργκέι ήταν σχεδόν θεός, κι όμως το όνομά του δεν υπάρχει πια. Τώρα θυμάμαι…»
« Τι πράγμα; Τι θυμάσαι;»
« Με ρωτήσατε πότε άρχισα να νιώθω πως χάνω τον εαυτό μου. Τότε συνέβη. Θυμάμαι πώς βγήκα από την έκθεση σαν μέσα σε όνειρο κι από τότε δεν νιώθω να είμαι ο εαυτός μου».
« Θυμάσαι αν έψαξες και για σένα στο μουσείο; Φωτογραφίες ή αναφορές στο όνομά σου;»
«Δεν τη θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη μέρα. Γι’αυτό πρέπει να την ανοικοδομήσω. Αυτή είναι ή σωστή λέξη;»
« Καταλαβαίνω. Πρέπει να την ανακατασκευάσεις ».
« Ναι, πρέπει να ανακατασκευάσω την επίσκεψή μου. Νομίζω πως με σόκαρε τόσο πολύ το γεγονός ότι δεν είχαν συμπεριλάβει τον Σεργκέι ώστε είπα στον εαυτό μου: ” Αφού εκείνος δεν υπάρχει εκεί, τότε πώς θα μπορούσαν να έχουν συμπεριλάβει εμένα; ν “Ίσως όμως να έψαχνα κάπως άτολμα να δω τον εαυτό μου. Υπήρχαν μερικές αχρονολόγητες φωτογραφίες από μία παραγωγή της Ζιζελ στη Σκάλα -για δύο σαιζόν έπαιζα τη Μύρτα-και θυμάμαι ότι πήγα τόσο κοντά σε μία απ’τις φωτογραφίες που η μύτη μου ακούμπησε στο τζάμι και ο φύλακας έτρεξε αμέσως, μου έβαλε τις φωνές, μου έδειξε μια νοητή γραμμή στο πάτωμα και μου είπε να μην την ξεπεράσω ».
«Ακούγεται πολύ ανθρώπινο, ν’ αναζητάς τον εαυτό σου σ’ αυτές τις ιστορικές φωτογραφίες».
«Τι δικαίωμα είχα όμως ν’ αναζητώ τον εαυτό μου; Επαναλαμβάνω – νομίζω πώς ακόμα δεν το έχετε καταγράψει. Δεν με παρακολουθείτε. Δεν έχετε καταλάβει πώς ο Σεργκέι ήταν θεός-πως αιωρούνταν πάνω από μας στα σύννεφα, κι όλοι εμείς, όλοι οι άλλοι χορευτές τον κοιτούσαμε από χαμηλά, όπως κοιτάζουν τα παιδιά ένα μεγαλειώδες αερόστατο ».
«Έχω μπερδευτεί. “Ας συνοψίσω τι ξέρω ως τώρα για τον Σεργκέι. Ήταν σπουδαίος χορευτής, χορεύατε μαζί στη Ρωσία, έπειτα, όταν εκείνος αυτομόλησε για να χορέψει στην Ιταλία, επέλεξες να τον ακολουθήσεις και τον παντρεύτηκες. Και αργότερα, όταν εσύ έπαθες ουρική αρθρίτιδα, εκείνος σ’ εγκατέλειψε με συνοπτικές διαδικασίες για μια άλλη γυναίκα, οπότε εσύ ταράχτηκες τρομερά και τον χαράκωσες μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι. Ως εδώ σωστά;»
Η Νατάσα συγκατένευσε: « Σωστά ».
« Κι από τότε πού έφυγες από την ’Ιταλία με τη θεία σου τι επαφή είχες με τον Σεργκέι;»
« Καμία. Τίποτα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν είχα κανένα νέο του. Ούτε λέξη ».
« Εσύ όμως συνέχισες να τον σκέφτεσαι;»
« Ναι, στην αρχή, όποτε άκουγα ν’ αναφέρουν το όνομά του μ’ έπιανε εμμονή, και για να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου έπρεπε να χτυπάω το κεφάλι μου. Τελικά κατάφερα να τον σβήσω απ’ τη μνήμη μου. Τον απέκλεισα ».
« Σου έκανε μεγάλο κακό, τον απέκλεισες απ’ τη μνήμη σου κι όμως την περασμένη εβδομάδα μπήκες σ’ εκείνη την έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη θεωρώντας τον Σεργκέι “τον έρωτα της ζωής σου και αναζητώντας τον. Και αγανάκτησες που τον είχαν παραβλέψει και τον είχαν ξεχάσει. Καταλαβαίνεις γιατί μπερδεύομαι».
« Ναι, ναι, σας καταλαβαίνω. Είναι μεγάλη αντίφαση, συμφωνώ. Όταν πήγα στην έκθεση ήταν σαν να έκανα ανασκαφή στο μυαλό μου. Σαν να έπεσα στα τυφλά πάνω σε μια τεράστια φλέβα ενέργειας πού αμέσως εκτοξεύτηκε στην επιφάνεια. Δεν μιλάω πολύ καλά. Καταλαβαίνετε;»
Συγκατένευσα, κι ή Νατάσα συνέχισε: «Ο Σεργκέι ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, τώρα δηλαδή είναι εβδομήντα-τριών. Αν ζει, βέβαια. Κι όμως δεν μπορώ να τον φανταστώ εβδομηντάρη. Πιστέψτε με, αν τον γνωρίζατε θα καταλαβαίνατε. Στη σκέψη μου βλέπω μόνο εκείνον τον πανέμορφο χορευτή της αφίσας να ταξιδεύει αιώνια στον αέρα. Μου έγραψε ποτέ; Όχι, ούτε μία λέξη, από τότε που του χαράκωσα το πρόσωπο, πάνε τόσα χρόνια! Θα μπορούσα να τον ανακαλύψω. Θα μπορούσα πιθανότατα να τον βρω στο Ίντερνετ, ίσως στο Facebook, αλλά φοβάμαι να ψάξω ».
« Τί φοβάστε;»
«Τα πάντα. Ότι δεν ζει πια. Ή ότι θα είναι ακόμα όμορφος και θα με επιθυμεί. Ότι θα ανταλλάξουμε μηνύματα και ο πόνος στο στήθος μου θα είναι αφόρητος κι ότι θα ξαναερωτευτούμε. Ότι θα αφήσω τον Πάβελ και θα πάω να βρω Σεργκέι, οπού κι αν βρίσκεται».
« Μιλάς σαν η ζωή σου με τον Σεργκέι να έχει απλώς παγώσει στο χρόνο, σαν να υπάρχει δηλαδή κάπου και αν την ξαναεπισκεφτείς, όλα θα είναι ακριβώς όπως πριν – ο αμοιβαίος έρωτας, τα καταιγιστικά πάθη, ακόμα και η ομορφιά και τα νιάτα ».
«Έτσι είναι».
«Ενώ η αλήθεια, το ρεαλιστικό σενάριο, είναι ότι ο Σεργκέι ή θα έχει πεθάνει ή θα έχει τη ρυτιδιασμένη όψη ενός εβδομήντα-τριάχρονου, πιθανόν να έχει γκρίζα ή άσπρα μαλλιά, ίσως και φαλάκρα, μπορεί να έχει λίγο καμπουριάσει, ίσως μάλιστα να έχει πολύ διαφορετικά αισθήματα από σένα για τον καιρό που ζούσατε μαζί, ίσως η γνώμη του για σένα να μην είναι και τόσο καλή, κάθε φορά που βλέπει στον καθρέφτη το χαρακωμένο πρόσωπό του ».
« Μιλήστε όσο θέλετε, εγώ πάντως αυτή τη στιγμή δεν ακούω τίποτα απ’ όσα λέτε. Ούτε λέξη».
Ο χρόνος μας είχε τελειώσει και η Νατάσα, προχωρώντας προς την πόρτα, είδε πάνω στο τραπεζάκι τη φωτογραφία της και γύρισε να τη μαζέψει. Της την έδωσα. Την ώρα που την έβαζε στην τσάντα της, είπε: « Θα τα πούμε αύριο, αλλά δεν θα μιλήσουμε άλλο γι’ αυτή τη φωτογραφία. Basta!»
« Πετάω απόψε για την Οδησσό », είπε την άλλη μέρα, καθώς ξεκινούσαμε τη συνεδρία μας,«αλλά κοιμήθηκα τόσο άσχημα εξαιτίας σας, γι’ αυτό δεν στενοχωριέμαι και πολύ που είναι η τελευταία μας συνάντηση. Τα λόγια σας για τον Σεργκέι ήταν σκληρά, να το ξέρετε. Πολύ σκληρά. Απαντήστε μου, σας παρακαλώ: Έτσι μιλάτε σε όλους τους ασθενείς σας;»
«Θα ήθελα να θεωρήσετε τον τρόπο πού μίλησα φιλοφρόνηση για τη δύναμη που βλέπω μέσα σας».
Σούφρωσε τα χείλη σε μια κάπως απορημένη έκφραση, πήγε να πει κάτι, αντί γι’ αυτό όμως μαζεύτηκε και με κοίταξε για αρκετή ώρα. Έπειτα ξεφύσηξε κι ακούμπησε στη ράχη της πολυθρόνας της. Στο τέλος είπε:« Εντάξει, σας ακούω. Είμαι έτοιμη. Ακούω. Περιμένω».
«Πες μου πρώτα, σε παρακαλώ, ποιες σκέψεις σε κράτησαν ξύπνια χθες τη νύχτα ».
« Κοιμόμουν λίγο και ξυπνούσα γιατί το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας με στοίχειωνε ένα όνειρο πού συνεχιζόταν σε διάφορες παραλλαγές, κάθε φορά πού μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Βρίσκομαι στο Κονγκό με κάποια αποστολή και ξαφνικά δεν βρίσκω κανέναν από τους υπόλοιπους, έχω μείνει μόνη. Συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι πιθανότατα στο πιο επικίνδυνο μέρος της γης και με πιάνει πανικός. Έπειτα, σε επόμενη εκδοχή, περπατάω σε μια έρημη γειτονιά και χτυπάω τις πόρτες. Τις βρίσκω όλες κλειδαμπαρωμένες και δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Σε μια τρίτη εκδοχή μπαίνω σ’ ένα έρημο σπίτι και κρύβομαι σε μια ντουλάπα γιατί ακούω να πλησιάζουν απ’ έξω βαριά βήματα. Και μετά, σε άλλο κομμάτι, τηλεφωνώ στα μέλη της αποστολής μου με το κινητό μου αλλά δεν ξέρω που βρίσκομαι κι έτσι δεν μπορώ να τούς πω που θα με βρουν. Τους προτείνω να κρατάνε φανάρια και να τα κουνάνε για vα τους δω απ’ το παράθυρο. Τότε όμως συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι σε μια τεράστια μεγαλούπολη, κι η ιδέα αυτή είναι εντελώς άστοχη.
»Έτσι πέρασα όλη τη νύχτα, περιμένοντας τρομοκρατημένη τι φρικτό θα μου συμβεί ». Ακούμπησε το χέρι στο στήθος της. «Και τώρα ακόμα με πιάνει ταχυκαρδία και μόνο που σας το αφηγούμαι».
«Ένας εφιάλτης πού συνεχιζόταν όλη νύχτα. Ακούγεται τρομερά δυσάρεστο. Τι υποθέσεις κάνεις για το όνειρο; Σκέψου λίγο και πες μου ό,τι σου έρχεται στο νου ».
«Τις προάλλες διάβασα κάτι στην εφημερίδα για τις ωμότητες που συμβαίνουν στην Αφρική και για τον στρατό των παιδιών που σκοτώνει τα πάντα στο πέρασμά του άλλα μετά δεν ήθελα να διαβάσω παρακάτω. Κάθε φορά πού διαβάζω τέτοια πράγματα κοιμάμαι πολύ άσχημα τη νύχτα. “Αν δω σκοτωμούς στην τηλεόραση, την κλείνω και για τον ίδιο λόγο έχω φύγει στη μέση πολλών ταινιών, ούτε θυμάμαι πόσων ».
«Συνέχισε. Πες μου όλα όσα θυμάσαι απ’ το όνειρο».
«Δεν έχει άλλο. Σε όλες τις εκδοχές βρίσκομαι κάπου όπου ή ζωή μου κινδυνεύει».
« Για σκέψου αυτή τη φράση: “Ή ζωή μου κινδυνεύει ’. Κάνε ελεύθερο συνειρμό σε σχέση μ’ αυτό. Εννοώ, προσπάθησε ν’ αφήσεις τη σκέψη σου να περιπλανηθεί ελεύθερη, παρακολούθησέ τη σαν να βρίσκεσαι σε κάποια απόσταση και πες μου όλες τις σκέψεις που περνάνε σαν να τις έβλεπες σε μια οθόνη ».
Αφού πρώτα ξεφύσηξε για άλλη μία φορά και μου ‘ριξε ένα αγανακτισμένο βλέμμα, η Νατάσα έγειρε το κεφάλι της στην πολυθρόνα και μουρμούρισε: «Η ζωή μου κινδυνεύει, η ζωή μου κινδυνεύει» και μετά βυθίστηκε στη σιωπή.
Έπειτα από ένα-δύο λεπτά την παρακίνησα: «Λίγο πιο δυνατά, σε παρακαλώ ».
« Ξέρω τι θέλετε ν’ ακούσετε ».
« Και δεν θέλεις να μου το πεις ».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
« Προσπάθησε να φανταστείς το εξής » είπα. «Ότι συνεχίζεις να σωπαίνεις εδώ σήμερα ως το τέλος της ώρας μας. Φαντάσου τη στιγμή πού φεύγεις απ’ το γραφείο μου. Εκείνη τη στιγμή πώς θα νιώθεις;»
«Εντάξει! Θα το πω! Και βέβαια ή ζωή μου κινδυνεύει! Είμαι εξηνταεννέα ετών. Πόση ζωή μου μένει; Η ζωή μου βρίσκεται στο παρελθόν μου. Ή πραγματική μου ζωή!»
«Η πραγματική σου ζωή; Εννοείς τη ζωή σου πάνω στη σκηνή όταν χόρευες με τον Σεργκέι;»
«Έχετε χορέψει ποτέ;»
« Μόνο κλακέτες. Κάποτε μπορούσα να μιμηθώ όλα τα βήματα τού Φρέντ Ασταίρ και τα χόρευα όχι μόνο στο σπίτι αλλά κι έξω στο δρόμο ».
Τα μάτια της γούρλωσαν και με κοίταξε έκπληκτη.
«Αστειεύομαι. Είμαι απ’ τους χειρότερους χορευτές που υπάρχουν άλλα δεν χορταίνω να βλέπω χορό και μπορώ να φανταστώ πόση λάμψη θα ένιωθες χορεύοντας μπροστά σ’ εκείνα τα μεγάλα ακροατήρια που σε χειροκροτούσαν ».
« Είστε πολύ παιχνιδιάρης για ψυχίατρος, το ξέρετε; Και λίγο σαγηνευτικός ».
« Και πώς σου φαίνεται αυτό;»
« Ό,τι πρέπει».
« Ωραία. Μάθε μου λοιπόν πως ήταν η πραγματική ζωή τότε».
« Ήταν τρομερά συναρπαστική. Τα πλήθη, οι φωτογράφοι, η θεσπέσια μουσική, τα κοστούμια και ο Σεργκέι – πιστέψτε ήταν ένας απ’ τους ωραιότερους άντρες στον κόσμο – και τα ποτά και η μέθη του χορού και, ναι, και το άγριο σεξ. Ό,τι ακολούθησε ωχριά μπροστά σε όλ’ αυτά ». Και λέγοντας αυτό η Νατάσα, που ως τώρα καθόταν στην άκρη της πολυθρόνας της, χαλάρωσε κι έγειρε πίσω.
« Και τώρα πού τρέχουν οι σκέψεις σου;»
« Είναι κάτι που πρέπει να σας το πω. Τελευταία μου έρχεται συχνά μια περίεργη σκέψη, πως κάθε μέρα που ζω πλέον, ακόμα και μία πολύ ωραία μέρα, είναι συγχρόνως και μέρα θλίψης γιατί με απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ την πραγματική μου ζωή. Δεν είναι αλλόκοτο αυτό;»
«Όπως είπαμε προηγουμένως, μοιάζει σαν αυτό πού όνομά -ζεις πραγματική ζωή να εξακολουθεί να υπάρχει σε κατάσταση νεκροφάνειας. Και σαν να μπορούσαμε να πάμε ως εκεί αν διαθέταμε το κατάλληλο μεταφορικό μέσο και τότε εσύ θα με ξεναγούσες και θα μου έδειχνες όλα τα γνώριμα πράγματα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ:»
Αφού συγκατένευσε, συνέχισα: « Με μία έννοια, η ιδέα αυτή είναι το κλειδί για να καταλάβουμε την επίσκεψή σου στο μουσείο. Δεν έψαχνες απλώς τον Σεργκέι- έψαχνες τη χαμένη ζωή σου, παρόλο που το ενήλικο κομμάτι τού μυαλού σου γνωρίζει πως όλα είναι εφήμερα, πως το παρελθόν υπάρχει μόνο στο νου μας και πως ο κόσμος της νεότητάς σου τώρα είναι μόνο μια ανάμνηση, ένα ηλεκτρικό ή χημικό σήμα πού έχει αποθηκευτεί κάπου στον εγκέφαλό σου ».
«Νατάσα», συνέχισα, «καταλαβαίνω σε τι κατάσταση βρίσκεσαι. Είμαι πολύ μεγαλύτερος σου και με απασχολούν τα ίδια ζητήματα. Για μένα ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία του θανάτου είναι πως, όταν θα πεθάνω, ολόκληρος ο κόσμος μου -δηλαδή ο κόσμος των αναμνήσεών μου, αυτό το πλούσιο σύμπαν που κατοικείται απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα και που τώρα μοιάζει τόσο στέρεο, σαν να είναι από γρανίτη θα εξαφανιστεί μαζί μου. Πάφ! Μέσα σε μία στιγμή. Τις τελευταίες εβδομάδες ξεκαθαρίζω κάτι κουτιά με παλιά χαρτιά και παλιές φωτογραφίες, τα κοιτάζω, κοιτάζω τη φωτογραφία ενός δρόμου στη γειτονιά όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια ή ενός φίλου η κάποιο συγγενή που δεν τον έχει γνωρίσει κανένας απ’ τούς άνθρωπος που βρίσκονται τώρα στη ζωή, και τα πετάω, αλλά κάθε φορά που κάνω κάτι τέτοιο νιώθω ένα ρίγος, γιατί βλέπω τα κομμάτια τού παλιού, πραγματικού κόσμου στον όποιο έζησα να χάνονται».
Η Νατάσα αναστέναξε και με πιο γλυκιά φωνή είπε:« Καταλαβαίνω απόλυτα αυτό που λέτε. Σας ευχαριστώ που μου το είπατε. Με βοηθάει πολύ όταν μιλάτε τόσο προσωπικά. Ξέρω πως αυτό πού λέτε είναι αλήθεια αλλά είναι μια αλήθεια που είναι δύσκολο να τη χωνέψει κανείς. Θα σας πω κάτι. Αυτή τη στιγμή νιώθω τον Σεργκέι να πάλλεται μέσα στο μυαλό μου. Καταλαβαίνω πως παλεύει να κρατηθεί εκεί, να μείνει ζωντανός και να χορεύει αιώνια ».
«Εγώ θα ήθελα να πω κάτι ακόμα για τον Σεργκέι» τής είπα. « Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που βρέθηκαν σε συναντήσεις παλιών συμμαθητών κι αμέσως ερωτεύτηκαν, κάποιοι ένα παλιό τους αγόρι ή κορίτσι, κάποιοι έναν συμμαθητή που δεν τον γνώριζαν καλά. Ορισμένοι απ’ αυτούς παντρεύτηκαν στη μέση ηλικία και μερικών οι γάμοι ήταν ευτυχισμένοι, πολλών όμως ήταν καταστροφικοί. Πιστεύω πως οι περισσότεροι ερωτεύτηκαν με τρόπο συνειρμικό, δηλαδή ερωτεύτηκαν τη νεανική ευφορία τις παλιές καλές μέρες του σχολείου και τις ονειρικές προσδοκίες που είχαν τότε για μια συναρπαστική ζωή που ανοιγόταν μπροστά τους μαγική και απεριόριστη. Δεν ερωτεύτηκαν όμως έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Μετέτρεψαν τον συγκεκριμένο άνθρωπο σε σύμβολο όλης εκείνης της ευφορίας που χαρακτήριζε τη νεότητά τους. Προσπαθώ να πω ότι ο Σεργκέι ήταν κομμάτι εκείνης της μαγικής περιόδου που ήταν η νεανική σου ηλικία κι επειδή βρισκόταν στη ζωή σου εκείνη την περίοδο, τον έχεις επενδύσει σε έρωτα, δηλαδή εσύ τον έχεις ντύσει με έρωτα ».
Η Νατάσα σώπαινε. Έπειτα από μερικά λεπτά ρώτησα:« Τι σκέψεις κάνεις όσο σωπαίνεις;»
« Σκεφτόμουν τον τίτλο του βιβλίου σας, Ο δήμιος του έρωτα».
« Και νιώθεις πώς είμαι ένας δήμιος του έρωτα για σένα;»
« Δεν πιστεύω να το αρνείστε ».
«Εσύ μου είπες όμως πως αργότερα ερωτεύτηκες τον Πάβελ και πώς έχεις ζήσει θαυμάσια ζωή μαζί του. Τη στιγμή που το είπες ένιωσα μεγάλη χαρά για σένα και για κείνον. Δεν είναι ο αληθινός έρωτας λοιπόν αυτό πού πολεμάω. Εγώ τα βάζω με τον έρωτα-παραίσθηση ».
Σιωπή.
« Λίγο πιο δυνατά;»
«Ακούω μέσα μου μια φωνή πολύ σιγανή, σαν ψίθυρο ».
«Τι λέει;»
«Λέει: “ Ε όχι, δεν παραιτούμαι από τον Σεργκέι”».
« Θέλει χρόνο, κι είναι κάτι που θα το κάνεις με τον δικό σου ρυθμό. Θα ήθελα να σου κάνω μια άλλη ερώτηση: ‘Ένιωσες να συμβαίνει κάποια αλλαγή από τότε που ξεκινήσαμε;»
« Αλλαγή; Τι εννοείτε;»
« Χθες μου περιέγραψες ένα φρικτό συναίσθημα πού σού προκαλούσε ίλιγγο, ότι αισθανόσουν σαν να βρίσκεσαι έξω απ’ τη ζωή σου, ότι δεν μπορούσες να νιώσεις τίποτα, ότι δεν ήσουνα παρούσα. Έχει αλλάξει καθόλου αυτό το σύμπτωμα τώρα; Η δική μου εντύπωση είναι πώς στις συνεδρίες μας είσαι πολύ παρούσα ».
« Δεν το αρνούμαι, έχετε δίκιο. Περισσότερο παρούσα απ’ όσο είμαι αυτή τη στιγμή δεν γίνεται. Το να είμαι βουτηγμένη σε καυτό λάδι με βοηθάει τρομερά να συγκεντρώσω το μυαλό μου ».
« Θεωρείς ότι είμαι σκληρός μαζί σου;»
«Σκληρός; Όχι ακριβώς σκληρός. Αλλά ότι είστε δυνατός, πολύ δυνατός ».
Έριξα μία ματιά στο ρολόι. Μας έμεναν μόνο μερικά λεπτά. Ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να τα αξιοποιήσουμε;
« Αναρωτιέμαι, Νατάσα, μήπως θα ήθελες να μου κάνεις κάποιες ερωτήσεις ».
« Χμμ, ασυνήθιστο αυτό. Ναι, έχω μία ερώτηση. Πώς το κάνετε ; Πώς τα καταφέρνετε να είστε συμφιλιωμένος με το γεγονός ότι είστε ογδόντα χρονών και ότι το τέλος έρχεται όλο και πιο κοντά;»
Όσο σκεφτόμουν την απάντηση που θα τής έδινα, είπε: «Όχι, δεν είμαι εγώ η σκληρή. Συγχωρέστε με, δεν έπρεπε να σας κάνω αυτή την ερώτηση ».
« Δεν έχει τίποτα σκληρό ή ερώτησή σου. Χαίρομαι που μου την έκανες. Προσπαθώ να συγκροτήσω και να διατυπώσω την απάντησή μου με ειλικρίνεια. Υπάρχει ένα ρητό του Σοπενάουερ που συγκρίνει το πάθος τού έρωτα με τον εκτυφλωτικό ήλιο. Όταν στα όψιμα χρόνια χάνεται η λάμψη του, τότε αντιλαμβανόμαστε ξαφνικά τον υπέροχο γεμάτο αστέρια ουρανό που ο ήλιος τον έσβηνε ή τον έκρυβε. Για μένα το σβήσιμο των νεανικών παθών πού μερικές φορές ήταν πολύ τυραννικά με κάνει να εκτιμήσω περισσότερο τη θέα τού έναστρου ουρανού και όλα τα θαύματα πού συνδέονται με τη ζωή μας, θαύματα πού παλιότερα τα παρέβλεπα. Έχω περάσει τα ογδόντα και θα σου πω κάτι απίστευτο. Ποτέ δεν έχω νιώσει καλύτερα και πιο γαλήνια με τον εαυτό μου. Ναι, το ξέρω πως η ύπαρξή μου φτάνει στο τέρμα της, το τέλος όμως ήταν εκεί από την αρχή. Το διαφορετικό είναι ότι τώρα απολαμβάνω τις χαρές που προσφέρει η συνείδηση και μόνο, κι έχω τη μεγάλη τύχη να τις μοιράζομαι με τη γυναίκα μου, που τη γνωρίζω σχεδόν από παιδί».
«Ευχαριστώ. Για άλλη μία φορά θα ξαναπώ πόσο σημαντικό είναι για μένα όταν μου μιλάτε προσωπικά. Είναι παράξενο αλλά, καθώς μιλούσατε, μου ήρθε ξαφνικά στο νου ένα όνειρό πού είδα στις αρχές της εβδομάδας. Το είχα ξεχάσει αλλά τώρα επανήλθε με μεγάλη καθαρότητα. Περπατούσα σ’ έναν έρημο δρόμο και κάπως ήξερα πως ο τελευταίος που είχε περπατήσει σ’ αυτό το δρόμο ήταν ο σκύλος μου, ο Μπαλού. Τότε είδα τον Μπαλού στην άκρη που δρόμου και τον πλησίασα, έσκυψα και τον κοίταξα στα μάτια. Και σκέφτηκα, Εσύ κι εγώ, Μπαλού, είμαστε κι οι δύο ζωντανά πλάσματα και μετά σκέφτηκα, δεν είμαι καλύτερη από κείνον ».
«Τι συναισθήματα συνόδευαν το όνειρο;»
«’Αρχικά χάρηκα πολύ πού ξαναείδα το σκύλο μου. Ο Μπαλού πέθανε τρεις εβδομάδες πριν φύγουμε για να έρθουμε στις ΗΠΑ. Με συντρόφευε δεκάξι χρόνια και δυσκολεύτηκα πολύ να ξεπεράσω τη θλίψη μου. Μάλιστα το ταξίδι στην Αμερική μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα, γιατί σκέφτηκα πως μπορεί να με βοηθούσε να ξεπεράσω τον πόνο για το χαμό του. Εσείς έχετε σκύλο; Αν δεν έχετε, δεν μπορείτε να καταλάβετε ».
«Δεν έχω σκύλο, αγαπώ όμως τις γάτες και νομίζω πως μπορώ να νιώσω πόσο βαθύς είναι ο πόνος σου».
Η Νατάσα δίστασε κι έπειτα έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, σαν να έδειχνε ότι την ικανοποίησε η απάντησή μου. «Πολύ βαθύς. Ο άντρας μου λέει πως παραείναι βαθύς. Πιστεύει ότι ήμουν υπερβολικά δεμένη με τον Μπαλού κι ότι ήταν κάτι σαν υποκατάστατο παιδιού. Δεν σας είπα, νομίζω, πως δεν έχω παιδιά ».
«Στο όνειρο λοιπόν προχωράς στον ίδιο δρόμο που πήρε ο Μπαλού πριν από μερικές εβδομάδες κι έπειτα τον κοιτάζεις στα μάτια και λες: “ Είμαστε κι οι δύο ζωντανά πλάσματα, και εγώ είμαι καλύτερη από σένα. Τι πιστεύεις ότι προσπαθεί να σου μεταδώσει το όνειρο;»
« Ξέρω τι θα σκεφτόσασταν εσείς; ».
«Πες μου ».
«Ότι ξέρω πως βαδίζω στο δρόμο προς το θάνατο όπως ο Μπαλού ».
«Όπως κάθε ζωντανό πλάσμα ».
«Ναι, όπως κάθε ζωντανό πλάσμα ».
« Και τι σκέφτεσαι;»
« Σκέφτομαι πως η συζήτηση χειροτερεύει την κατάστασή μου ».
«Επειδή σε κάνει να νιώθεις πιο δυσάρεστα».
« Μερικές ακόμα τέτοιες θεραπευτικές συνεδρίες και θα με κουβαλάνε στο σπίτι με το φορείο ».
«Όλα τα συμπτώματα που περιέγραψες χθές -ότι νιώθεις μακριά από τη ζωή, σαν απομονωμένη, σαν να μην κατοικείς την ίδια σου τη ζωή-, όλα χρησίμευαν ως αναισθητικά για να διώχνουν τον πόνο πού συνοδεύει το γεγονός ότι είσαι ένα ζωντανό πλάσμα. “Ας δούμε από πού ξεκινήσαμε. Μπήκες στο γραφείο μου κρατώντας τη φωτογραφία σου- »
«”Ωχ όχι, όχι πάλι αυτό!»
« Το ξέρω πως μου έχεις απαγορέψει να το αναφέρω, αλλά θα σε παρακούσω γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό. Άκουσε, σε παρακαλώ, τι θα πω. Το ξέρεις ήδη. Δεν θα πω κάτι που δεν το γνωρίζεις κι εσύ. Απλώς είναι πιο εύκολο να αποκρούσεις κάτι πού σού λέει κάποιος απ’ έξω, παρά κάτι πού αναδύεται από τα βάθη τού είναι σου. Πιστεύω πώς κάποιο κομμάτι σου έχει φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα πού σού προτείνω κι εγώ. Το βλέπεις στο όνειρό σου, όπου βαδίζεις στον ίδιο δρόμο με τον Μπαλου. Μου έκανε εντύπωση ότι θυμήθηκες το όνειρό αυτό που δίνει μία λύση στο γρίφο μας, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να σταματήσουμε. Και η φωτογραφία που έφερες στην αρχή ήταν ένα στοιχείο για να μου δείξεις ποια κατεύθυνση έπρεπε ν’ ακολουθήσω μαζί σου ».
«Λέτε ότι τα ήξερα ήδη όλ’ αυτά; Με θεωρείτε πολύ πιο σοφή απ ο,τι είμαι».
«Δεν νομίζω. Συμμαχώ απλώς με το κομμάτι σου εκείνο στο οποίο κατοικεί η σοφία ».
Κοιτάξαμε κι οι δύο το ρολόι. Είχαμε ξεπεράσει αρκετά το χρόνο μας. Καθώς σηκωνόταν και μάζευε τα πράγματά της, η Νατάσα είπε: «Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σας με μέιλ ή μέσω Skvpc, αν έχω κι άλλες ερωτήσεις να σας κάνω;»
«Φυσικά. Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ».
ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑΣ
IRVIN D. YALOM
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
https://www.lecturesbureau.gr/1/remember-one-thing-i-grow-older-part-b-1829b/